Αυτή την ιστοριούλα μου την έστειλε ένας νέος συνάδελφός μου. Με ένα σχόλιο..."ίσως κάποια στιγμή να το διαβάσεις στην εγγονούλα σου και να χαμογελάτε". Το ανεβάζω εδώ με την ΕΛΠΙΔΑ ότι θα χαμογελάσετε μαζί μου...προς το παρόν...αφού η εγγονούλα μου είναι μόλις 20 μηνών!!! :-)))
Ο Άγιος Παύλος του Τάγματος των Σερβιτών όπως είναι σήμερα
Χριστουγεννιάτικη ιστορία στον Χάνδακα του 1603.
Πλησιάζανε τα Χριστούγεννα, στον Άγιο Παύλο των Σερβιτών τα κοριτσόπουλα ετοιμαζότανε για τις γιορτές, πλύνανε τα υφάσματα για την αναπαράσταση της γέννησης του Κυρίου Ημών, απλώνανε πάνω από τον μεγάλο κήπο πίσω από το κιόστρο.
Ανθίζανε οι γαρυφαλλιές στις γλάστρες, γαρύφαλλα μικρά, σγουρά, καρναδιά, ρόζ, μυρωδάτα και τριαντάφυλλα, λευκά και κόκκινα στα παρτέρια και στις γλάστρες γύρω γύρω στο κιόστρο και πάνω στα ψηλόκορμα παράθυρα του ναού.
Ο αββάς Giacommo έδινε πράος τις οδηγίες στα ορφανά. Τα μάτια του σαν να αγκαλιάζανε όλα τούτα τα κακότυχα που τα ριξε η μοίρα στην αγκαλιά του φιλεύσπλαχνου τάγματος των Σερβιτών .
Λόγια πολλά δεν έλεγε, σκεφτόταν πολύ και μιλούσε λίγο, έχωνε στις τσέπες του ράσου του ξερά σύκα, αμύγδαλα, ξανθές σταφίδες σουλτανίνα που του φέρνανε οι καλοί του συγγενείς από την Πεδιάδα, έμοιαζε να ναι άνθρωπος γεννημένος για την αγάπη, γεννημένος ν’ αγωνίζεται για την αγάπη.
Κρυμμένο πίσω από την γλάστρα με τις ορτανσίες ήτανε ένα κοράσι, όχι πάνω από πέντε χρονώ μ’ ένα φορεματάκι γαλανό με γιακαδάκι και σκισμένη νταντέλα, παλιό, τριμμένο, ποδήματα δεν είχε, γυμνά, λερά ποδαράκια, κορμί αδύνατο και μάτια μεγάλα, μαύρα, γεμάτα θυμό και απορία.
Οι πλάκες παγώνανε τα ποδαράκια και το σώμα του παιδιού μέσα στο ψύχος του Δεκέμβρη πάγωνε. Έσιαξε λιγάκι τα μαλλάκια του που ‘χανε γίνει κουβάρι από την απλυσιά και τον αέρα και έμεινε να παρακολουθεί τα ορφανά να κουβαλάνε τα σκεύη, ν ασπρίζουνε, να κάνουνε παρέες, να λένε αστεία.
Τούτο το κακορίζικο το ‘χανε φέρει από την Παναγία την Ερημίτισσα στο Μαρτινέγκο, το ‘χανε αφημένο στα σκαλούνια της εκκλησίας μοναχό, μ ένα μπόγο κακόρουχα κι ένα καθαρό μαντήλι με δυο παξιμάδια κρίθινα και μια χούφτα ελιές. Πρωί πρωί ο παπάς είχε πάει ν ανοίξει να θυμιάσει και βρήκε το κοράσι μαργωμένο, τυλιγμένο σε μια κόκκινη πατανία, μοναχό να κλαίει, κατάλαβε…δεν ήτανε η πρώτη φορά…Χάιδεψε το κεφαλάκι του και το ρώτησε : «πώς σε λένε καλό μου;». Μα εκείνη δεν αποκρίθηκε, τον κοίταξε αμίλητη με τα μεγάλα μάτια της, που ‘χανε κοκκινίσει από την ταλαιπωρία και το κλάμα.
Την πήρε από το χεράκι και εκείνη ακολούθησε πειθήνια, η ζεστή και αδρή χερούκλα του παπά της έδινε μια ασφάλεια. Όσο θυμότανε την σέρνανε σαν το ζώο, όσο θυμότανε, κι αυτή ακολουθούσε, κι όποτε έπαιζε και έκανε λίγη φασαρία έτρωγε ξύλο, όχι γιατί ήτανε δύστροπη αλλά γιατί ήτανε ορφανή και βάρος.
Περάσανε τα στενοσόκακα του Χάντακα με τις φτωχογειτονιές στο βούργο, μύριζε ξύλο καμμένο και κοπριά, που και που καλημερίζανε οι νοικοκυράδες που σκουπίζανε το δρόμο τον παπά και λέγανε: «Ο Θεός να το βοηθήσει το καλότυχο παπά μου».
Φτάσανε στα ψηλά μπεντένια του μοναστηριού και ο παπάς χτύπησε το κρικέλι. Άνοιξε ο αββάς, λέει του ο παπάς:«αββά μου έπαρε και τούτο το θηλυκό και ο Θιός να το βοηθήσει» και κείνος έσκυψε χάιδεψε το κεφαλάκι του παιδιού του χαμογέλασε το πήρε από το χεράκι και το ‘μπασε στην αυλή, προχωρήσανε μέσα από τις λεμονιές και ο θεόρατο κυπαρίσσι, ίσαμε την τραπεζαρία, το’βαλε να κάτσει κοντά στο τζάκι που τρίζανε τα κούτσουρα του κέδρου, του ‘φερε γάλα το ταΐσε, και μετά το ρώτησε «πως σε λένε;». Μα εκείνη με ασπρισμένο το πανωχείλι της, χωρίς να ξεκολλά από την κούπα, σταμάτησε να πίνει, γύρισε το βλέμμα της απάνω του αμίλητη και τρομαγμένη. Ο αββάς δεν επέμεινε, καλά καλά, μη θυμώνεις, σιγά σιγά…
Έδωσε εντολή και ήρθε μια νέα γυναίκα ντυμένη στα λευκά, κρατούσε στα χέρια της ένα λευκό μάλλινο κουβερτάκι και σεντόνια, πήγαινε να περιποιηθεί το μωρό που αφήσανε πριν από μια βδομάδα στο κουτί με το κουδουνάκι δίπλα στην μεγάλη πόρτα. Εκείνη το πήρε και το ταΐσε πρώτη.
Χαμήλωσε, της χαμογέλασε και της είπε : «έλα». Και η μικρή πάντα σιωπηλή άφησε να την τραβήξει απαλά μέσα στον θάλαμο με τα πολλά στρώματα κατάχαμα στη σειρά με δυο και τρία μαξιλάρια το καθένα, πεντακάθαρα, πατανίες κόκκινες, πράσινες, χρωματιστές ομορφοστρωμένες. «Εδώ θα γνωρίσεις φίλους να σ αγαπούνε να κάνεις παρέες, θα δεις τι ωραία που θα ‘ναι».
Έκανε κρύο, άρχισε να βρέχει, η αδελφή προσπάθησε να της αλλάξει το φορεματάκι μα εκείνη γάντζωνε τα νύχια της απάνω της και αρνιότανε, τότε είπε η κοπέλα, δεν πειράζει σιγά σιγά…
Μέρες προετοιμασίας, δεν υπήρχε πολύ χρόνος, το ορφανοτροφείο ήθελε πολλά χέρια και κουμάντο και το μοναστήρι είχε απαιτήσεις. Αφήσανε τούτο το αγριμάκι να τριγυρίσει, να μάθει, τα άλλα ορφανά είχανε οδηγίες να μην τηνε πειράζουνε, έτσι τρομαγμένη που φαινότανε. Τρύπωνε η μικρή ανάμεσα στις γλάστρες, χωνότανε, κρυβότανε πίσω από τα βήλα. Το μεσημέρι της αφήσανε το φαγητό μέσα σ ένα πιατέλο δίπλα στην γλάστρα που κρυβότανε, ζεστός ξυνόχοντρος με μπόλικο λάδι να στηλωθεί, βάλανε και μέσα παξιμάδια και φύγανε. Όταν άδειασε το κιόστρο για την υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα, σίμωσε δειλά, άρπαξε την κούπα κι άρχισε να τρώει γρήγορα και γιατί πεινούσε πολύ και γιατί ντρεπότανε.
Περνούσανε οι μέρες κι όσο πλησιάζανε τα Χριστούγεννα, ιππότες μπαινοβγαίνανε και κουβαλούσανε τα δώρα για το μοναστήρι, και βοσκοί με τα σφαχτά από τα φέουδα και αγρότες φέρνανε με τα κάρα λαχανικά και φρούτα. Ο αββάς ό,τι περίσσευε το μοίραζε στις φτωχογειτονιές του Χάντακα, στους αιχμαλώτους, στους πρόσφυγες . Οι δέσποινες ερχότανε με τις παραδουλεύτρες και φέρνανε αυγά, όρνιθες, τυριά για τα ορφανά.
Πολλή κίνηση και λόγια πολλά. Τα ορφανά δουλεύανε, πότε πότε πλησιάζανε το κοράσι μα κείνο έμενε αμίλητο, κουβαριασμένο, πεισμωμένο. Επήγανε ένα δυο να το κοροϊδέψουνε μα τα βλέμματα των μοναχών δεν αφήνανε και πολλά περιθώρια για ένα τέτοιο λάθος.
Περάσανε οι μέρες, ερχότανε τα Χριστούγεννα, ο ναός γέμιζε κόσμο και τα παιδιά ασκούντανε στη χορωδία και στα όργανα, το όργανο της εκκλησίας ηχούσε σ’ όλες τις γειτονιές κι ακουγότανε μέχρι τον Σωτήρα στο Σπερνό. Ετοιμάζανε τις φάτνες και αρχίσανε να ζυμώνουνε, το κοράσι με τα καινούργια ρουχαλάκια σιωπηλό είχε μάθει να υπακούει, να δουλεύει και μια κοπελιά η Ανεζίνα, νιά καλόγρια την αγάπησε για την αθωότητα της, την σιωπή της, την παντερμιά της, τα απογέματα σε μια γωνιά του κιόστρο τηνέ κουβέδιαζε κι ας μη μιλούσε, της έδειχνε πως φυτεύουνε τις γαρυφαλιές, πως κλαδεύουνε τις τριανταφυλλιές, πως ράβουνε τα μπαλώματα, πως σιδερώνουνε τα μεταξωτά, της διάβαζε παιδικές ιστορίες. Την αγάπησε όπως μια μεγάλη αδερφή αγαπά την μικρότατη αδερφή της.
Ξημέρωσε η παραμονή των Χριστουγέννων και βράδιασε μέσα στον κόσμο, στις ψαλμωδίες και στη μοναστική κατάνυξη, την αυστηρότητα και την λιτότητα του τάγματος που δίδασκε την αυταπάρνηση. Σε τούτη την ατμόσφαιρα οι παιδικές καρδιές γαληνεύανε από τα σοφά λόγια του αββά, τα ήρεμα παιγνίδια και την κηπουρική στους αγρούς του τάγματος δίπλα στο μοναστήρι.
Βράδιασε, ο ουρανός ήτανε ξάστερος υπόσχεση πως αύριο Χριστούγεννα, θα ‘τανε μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, η Αννεζίνα την είχε πλύνει με ζεστό νερό στην σκάφη, την είχε ντύσει με ένα μακρύ μάλλινο σκούρο ρούχο, της είχε λούσει τα μαλλιά της, ήτανε ένα γλυκό και όμορφο παιδί, τόσες μέρες ακουγότανε μόνο η ανάσα της. Τότε την ρώτησε ξανά «μα δε μου πες καλή μου πως σε λένε». Την κοίταξε θαρρετά στα μάτια χωρίς φόβο και απάντησε: «Ελπίδα, με λένε…Ελπίδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου