Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Δεν άντεξα να μη θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια...












Ευχές για όλο τον κόσμο μέσα απ' την καρδιά μου...

Η μοναξιά δεν έχει γιορτές...

Αγωνιούν οι γέροντες



(23/12) Τελεσίγραφο προς τους συγγενείς περισσοτέρων από 100 ηλικιωμένων από το Γηροκομείο Αθηνών που κλείνει πτέρυγες λόγω έλλειψης προσωπικού. Αντίθετη άποψη από την Νομαρχία Αθηνών.

http://www.megatv.com/megagegonota/summary.asp?catid=17632&subid=2&pubid=20853756

Θα' θελα να μπορούσα να γράψω μόνο χαρμόσυνα για τα Χριστούγεννα,
απηυδυσμένη από τα όσα ζοφερά ζούμε, ακούμε και μοιραζόμαστε καθημερινά.
Και κει που ετοιμαζόμουν για ευχές και επίφαση αισιοδοξίας και ελπίδας,
άκουσα στο δελτίο ειδήσεων του MEGA το ρεπορτάζ αυτό...
Μου κόπηκε η φόρα εντελώς και η καρδιά μου βούλιαξε...
Πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες, τα καταστόλιστα δέντρα, τα φώτα,
τη γκλάμορους ατμόσφαιρα, τις γιορτές και τα πανηγύρια,
άνθρωποι ζουν στη μοναξιά, την απελπισία, την απόγνωση, την ανασφάλεια,
αναμένοντας μόνο το Μεγάλο Ύπνο...
Δεν αναλώνομαι σε σκέψεις για το ποιός και πότε καταχράστηκε τα χρήματα αυτού του
ιδρύματος (και πόσων άλλων ακόμα δεν τολμώ να φανταστώ!)
Με βασανίζουν μόνο η έννοια και η ανημποριά και ο θυμός...
Λάτσηδες, Βγενόπουλοι, Βασιλάκηδες, Βαρδινογιάννηδες, Αγγελόπουλοι...κι άλλοι, κι άλλοι...
που κάθε μέρα σας βλέπουμε στα περιοδικά, λαμπερούς και χλιδάτους,
πατήσατε άραγε ποτέ σας τα κατώφλια αυτών των ιδρυμάτων;
αντικρύσατε αυτό το παραδομένο άδειο βλέμμα;
σκεφτήκατε για μια στιγμή όχι αυτό που είστε αλλά αυτό που θα γίνετε στη δύση της ζωής σας;
Αυτό το πυροτέχνημα που λέγεται "ΖΩΗ", όταν σβύνει αφήνει σκοτάδι και άσχημη μυρωδιά...
αυτό σκεφτείτε μόνο...αυτό ας σκεφτούμε μόνο...!

ΚΑΛΆ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ φίλοι μου!

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ, 11 Δεκεμβρίου




Η Χάρτα των δικαιωμάτων του παιδιού (UNICEF):

•Δικαιούμαι να έρθω στη ζωή. Δικαιούμαι να υπάρξω.
•Δικαιούμαι να μεγαλώσω σε έναν κόσμο χωρίς βία και φτώχεια.
•Δικαιούμαι να ζήσω σε έναν κόσμο που σέβεται και προστατεύει το φυσικό περιβάλλον.
•Δικαιούμαι να έχω ελεύθερη πρόσβαση στον μαγικό κόσμο της γνώσης.
•Δικαιούμαι να έχω ελεύθερο χρόνο και χώρο για να παίζω.
•Δικαιούμαι να μάθω τί είνα καλό για την σωματική και ψυχική μου υγεία.
•Δικαιούμαι να περνάω αρκετό χρόνο με τους γονείς μου.
•Δικαιούμαι να ζήσω με αθωότητα και ανεμελιά τα παιδικά μου χρόνια.
•Δικαιούμαι να ζήσω σε μιά κοινωνία που προστατεύει τα προσωπικά μου δεδομένα.
•Δικαιούμαι έναν κόσμο ανθρώπινο, δίκαιο και ειρηνικό. ΄Εναν κόσμο στον οποίο θα μεγαλώσουν αύριο τα δικά μου παιδιά.












Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά;
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
και μάς κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα

Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους πια
Πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος

Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά;
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς ξανά στην πόλη

Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας κι ο καινούριος μου εγγονός

Στίχοι - μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

24γράμματα – Ηλεκτρονικό Περιοδικό: Γλώσσα – Ιστορία – Πολιτισμός » ο Γιώργος Σεφέρης και η Δικτατορία

24γράμματα – Ηλεκτρονικό Περιοδικό: Γλώσσα – Ιστορία – Πολιτισμός » ο Γιώργος Σεφέρης και η Δικτατορία


Η δήλωση του κατά της Δικτατορίας / το ποίημα “επί Ασπαλάθων”

Ο Γιώργος Σεφέρης στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύει δουλειά του στην Ελλάδα. Δύο χρόνια πριν το θάνατό του, στις 28 Μαρτίου 1969, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια. Η δήλωσή του κατά της χούντας στο BBC έκανε μεγάλη αίσθηση και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.

Ακολουθεί η δήλωση:

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».users.uoa.gr

“Επί Ασπαλάθων…” Γ. Σεφέρης

Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στις 27 Αυγούστου 1971 στην εφημερίδα Le Monde και στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι’ αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. “Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ’ ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα”. (Πλ. Πολιτεία 616).

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού.”
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμερα οι αρχαίες κολόνες,χορδές μιας άρπας που αντηχούν
ακόμη…
Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ,χαμένη στου μυαλού
τ’αυλάκια.
τ΄όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι”.
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος
31 του Μάρτη 1971

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

χωρίς άλλα σχόλια...

Εμείς οι άνθρωποι έχουμε συνηθίσει να υμνούμε το "μεγαλείο της φύσης". Έχουμε δεδομένη τη δύναμή της, την τελειότητά της και συνάμα το εφήμερό της. Τη θαυμάζουμε και όμως την απαξιώνουμε καταστρέφοντάς την. Δεν την χορταίνουμε αλλά ανεχόμαστε τον βιασμό της. Υποκλινόμαστε σ' αυτήν κι όμως της γυρίζουμε την πλατη. Απολαμβάνουμε τα αγαθά της θεωρώντας τα κτήμα μας. Αντικρύζουμε με δέος τα γεννήματά της, τις δύσεις και τις ανατολές, τις θάλασσες και τα βουνά, τα όσα κρυφά της ανακαλύπτουμε. Χαμογελάμε, ονειρευόμαστε, ταξιδεύουμε, με τις φωτογραφίες που κατακλύζουν τον κόσμο μας. Και θαυμάζουμε τη Ζωή που κυλάει από τη γέννηση μέχρι το θάνατο κάθε οργανικού πλάσματος. Χαμογελάμε με τα καμώματα του σκύλου μας ή της γάτας μας, βλέπουμε με συμπάθεια τα αρνάκια, τα γαϊδουράκια, τα χρυσόψαρα, τα πουλάκια και κάθε λογής ζωντανά που αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας.
Όμως...από το λεξιλόγιό μας ποτέ δεν λείπουν χαρακτηρισμοί που αναφέρονται σε ζωντανά και γεμάτα αισθήματα πλάσματα που είναι γεννήματα της φύσης.
Κτήνος...κτηνωδία...αποκτήνωση...κτηνώδης...


Γαϊδούρι...
Ύαινα...


Παχύδερμο...
Ζώον...
...ολόκληρη λίστα με τέτοια κοσμητικά θα μπορούσα να γράψω!
Και τα λέμε εμείς, οι άνθρωποι-αλαζόνες για να χαρακτηρίσουμε άλλους ανθρώπους-αλαζόνες, με  το αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στα πλάσματα της φύσης που άδικα και καταχρηστικά μας κυριαρχεί.
Παραμερίζουμε το γεγονός ότι τα πλάσματα αυτά νοιώθουν, πονάνε, αγαπούν, γεννιώνται και πεθαίνουν, ακριβώς όπως εμείς.
Πόσες άραγε φορές έχουμε εστιάσει στο βλέμμα ενός ζώου που χαίρεται ή πενθεί; Πόσοι από εμάς έχουμε δει τον τρόμο, την απόγνωση, την αγάπη, την απελπισία, την αφοσίωση, την εμπιστοσύνη στα βλέμματά τους;;;
Καταδικάζουμε την κακοποίηση των ζώων καθισμένοι χαλαρά στην πολυθρόνα μας αγκαλιά με το καλομαθημένο σκυλάκι τσέπης.
Συμμετέχουμε σε ομάδες για τη διάσωση των ειδών που εξαφανίζονται, εκ του ασφαλούς στο σαλόνι μας...

Δεν επιχειρώ να το ρίξω στη φιλοσοφία...άλλωστε κι εγώ (κακομαθημένο) σκυλάκι τσέπης διαθέτω...

Μου έστειλαν με mail κάποια βιντεάκια...συνηθισμένο πράγμα! Ένα από αυτά με συγκλόνισε. Και μετά κι άλλο ένα με συγκίνησε, και το επόμενο με έκανε χαμογελάσω...και να σκεφτώ...και να ζηλέψω αυτούς τους ανθρώπους, να τους ζηλέψω κατάβαθα.

Είμαστε πολύ μικροί, πολύ λίγοι, πολύ κακοί, πολύ ψωνισμένοι, πολύ απ' όλα...δυστυχώς όμως δεν είμαστε όσο θα έπρεπε, Ζώα.







Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

28 Οκτωβρίου 1940











Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
(1945).    Οδυσσέας Ελύτης

1
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί στα πόδια του βουνού,
Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ' ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ' ουρανού.

2
Τώρα μες στα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.
Ο άνεμος αρπαγμένος απ' τις φυλλωσιές
Κάνει εμετό στη σκόνη του,
Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
Η γη κρύβει τις πέτρες της,
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε:- φωτιά ή μαχαίρι!

Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

3
Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
Λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα,
Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ
Στο θάνατο- κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες, Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!

4
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν«γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
Χωρίς άλλα κεριά,
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ' τα φρύδια-
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του' φυγε η ζωή. Μην πείτε πως-
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!

5
Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
Κι εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν-
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού'ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ' αητόπουλα απορούν πού'ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού'ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να'ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να'ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να'ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
Πιάνουν το χέρι και παγώνει,
Παν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα,
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!...

6
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του- γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη,φωτιά!

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!

7
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταματήσουν
Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
Σκυφτή πίσω από μήνες- σύννεφα αφουκράζεται
Τι να' ναι που αφουκράζεται σύννεφα- μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους-αχ αφήστε την-
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει-αφήστε την-
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει-αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
Κι η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

8
Πέστε λοιπόν στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο
Τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο
Μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε να' βγει μ' άλλη παρθενιά
Μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια
Και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι
Μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες
Και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

9
Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια μάτια-Θε μου- τι τώρα πού θα παν
Να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο,
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει«γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;

Νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους
Ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ' άστρωτο άλογο
Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν' ασπαστεί τα βότσαλα
Και ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Αίμα και λαλιά
Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Και να ριχτεί-αχ τούτη τη φορά-
Και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

10
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν«Ζωή, να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους«Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού' βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο Θεού μ' ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Κάθε που' θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώματα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

11
Κείνοι που επράξαν το κακό- γιατί τους είχε πάρει
Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄ αμπέλια και τα ηφαίστεια

Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
Μ' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο- δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να' χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
Χορεύοντας να' χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

12
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα- τι θαύμα χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, λένε: το Πάσχα τ' ουρανού!

13
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο-

Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
- Κι έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη -
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

14
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
Καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Το Ηρώον του Ηρακλείου και ιστορίες πικρές για τα άτυχα κτίρια και τις σκόπιμες (πλην όχι απαραίτητες) κατεδαφίσεις...


Έχω δηλώσει ήδη δημόσια ότι αν επιχειρήσουν να γκρεμίσουν το ΗΡΩΟΝ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, θα ξαπλώσω καταμεσής του δρόμου μπροστά στις τσάπες και μακάρι να βρεθούν όσοι συμπολίτες μου σήμερα διαμαρτύρονται για τη μη κήρυξή του ως μνημείου και την επικείμενη κατεδαφιση, να ξαπλώσουν κι αυτοί αντί να καθήσουν απαθείς να παρακολουθούν μια ακόμα καταστροφή της ιστορίας μας. 

"Δευτέρα, 24 Μαΐου 2010


ΤΟ ΥΠ.ΠΟ.Τ. ΓΚΡΕΜΙΖΕΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ!

Πάρκινγκ καταβροχθίζει το Ηρώον του Ηρακλείου Κρήτης

Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων εκφράζει την αντίθεση του στη διαιώνιση της ολιγωρίας και της αδιαφάνειας, που διέπουν συχνά ακόμα και σήμερα τη λειτουργία των Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ., παρά την πρόσφατη αλλαγή της Κυβέρνησης και της πολιτικής ηγεσίας του. Οι απαράδεκτες αυτές πρακτικές κάνουν την εμφάνισή τους, με αφορμή αυτή τη φορά την τύχη του Ηρώου του Ηρακλείου Κρήτης.

Το Ηρώον της πόλης του Ηρακλείου στην Πλατεία Ελευθερίας θεμελιώθηκε το 1930, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε στη Νομαρχία από το Δήμο Ηρακλείου. Αφορμή της θεμελίωσής του υπήρξε ο εορτασμός της Εκατονταετηρίδας από την Εθνική Παλιγγενεσία, που εορτάστηκε σε ολόκληρη τη Ελλάδα.

Βασίστηκε στην ιδέα του Εφόρου Αρχαιοτήτων Σπυρ. Μαρινάτου και σε σχέδια του αρχιτέκτονα και μηχανικού του Δήμου Ηρακλείου, Δημήτρη Κυριακού, τα οποία εγκρίθηκαν ομόφωνα από την Τοπική Επιτροπή Εορτασμού, που συστάθηκε από τη Νομαρχία Ηρακλείου και αποτελούνταν από προσωπικότητες της εποχής. Σχεδιάστηκε με γραμμές και αναλογίες της μινωικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή γινόταν τότε γνωστή από τις ανασκαφές και τις αναστηλώσεις του Έβανς στο ανάκτορο της Κνωσού, που ολοκληρώνονταν εκείνα ακριβώς τα χρόνια.

Ακολούθησε αρχιτεκτονικά τον τύπο του Μινωικού Μεγάρου, με πρόστωο από δύο κίονες, το οποίο οδηγούσε στην κυρίως αίθουσα, και απέδιδε ανακτορικού χαρακτήρα τριμερές ιερό, με ιερά θρανία και θρόνο στο εσωτερικό. Η ανέγερσή του χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από δημόσιους εράνους στους οποίους συμμετείχαν οι δήμοι και οι κοινότητες, σύλλογοι, σωματεία εργαζομένων και απλοί ιδιώτες.

Αποτέλεσε για χρόνια το κύριο Ηρώον της πόλης, στις εκδηλώσεις των εορτασμών της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου του 1821, ενώ παράλληλα λειτούργησε ως το πρώτο Ιστορικό-Εθνολογικό Μουσείο της Κρήτης, ανοιχτό στο κοινό, με ενθυμήματα και κειμήλια των Κρητικών Επαναστάσεων.

Λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά το Μάιο του 1941, κατά την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς. Στην Κατοχή, από τα θραύσματα βόμβας που εξερράγη στον περιβάλλοντα χώρο του, το Ηρώον υπέστη σοβαρές ζημιές, οι οποίες διακρίνονται και σήμερα στον ανατολικό τοίχο του.

Ύστερα από δικαστικούς αγώνες, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’50 και ολοκληρώθηκαν πρόσφατα, ο χώρος που είχε διατεθεί το 1930 από τον Δήμο Ηρακλείου στη Νομαρχία για να χτιστεί το Ηρώο, αποδόθηκε σε ιδιώτες. Τότε ξεκίνησαν τα αιτήματα των φερόμενων ιδιοκτητών του χώρου για την κατεδάφιση του μνημείου και την ανέγερση νέας οικοδομής, παρά τη ρητή επισήμανση, από το 1936, όλων των σχεδίων πόλης του Ηρακλείου, που χαρακτηρίζουν τον χώρο ως κοινόχρηστο και αδόμητο. Αυτονόητο είναι βέβαια πως το ακίνητο έχει αποκτήσει στο μεταξύ μεγάλη οικονομική αξία, ευρισκόμενο στην καρδιά της πόλης και τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι τεράστια. Εδώ και 10 χρόνια ο περιβάλλων χώρος του μνημείου λειτουργεί ως πάρκινγκ, που εκμεταλλεύονται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες!

Το 2004 η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κρήτης εισηγήθηκε προς το Υπουργείο Πολιτισμού την κήρυξη του Ηρώου ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου. Αντίστοιχη εισήγηση είχε υποβάλει προς τους αρμόδιους φορείς και ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Νομού Ηρακλείου. Το 2006 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων απέρριψε την εισήγηση της αρμόδιας Εφορίας ψηφίζοντας ομόφωνα (!) ότι το Ηρώο «δεν αποτελεί κτίριο με αξιόλογα αρχιτεκτονικά, μορφολογικά, καλλιτεχνικά ή ιστορικά στοιχεία και, επομένως, δεν πληροί τις αυξημένες προϋποθέσεις, οι οποίες τίθενται από το άρθρο 6, παρ.1γ του Ν.3028/2002».

Από τότε έχουν μεσολαβήσει νέες εισηγήσεις για την κήρυξη του Ηρώου, από το Τμήμα Ανατολικής Κρήτης του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, την Επιτροπή Αρχιτεκτονικού Ελέγχου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηρακλείου και την 13η Εφορία Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, η οποία, μάλιστα, έχει διευκρινίσει ότι, ακόμα και σε περίπτωση κατεδάφισης, δεν θα χορηγήσει άδεια ανέγερσης νέας οικοδομής, καθώς ο χώρος του Ηρώου αποτελεί μέρος τής Βενετικής οχύρωσης του Ηρακλείου. Παράλληλα, έξι τοπικοί Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ με ερωτήσεις προς τον τότε Υπουργό Πολιτισμού κ. Σαμαρά έχουν αξιώσει την προστασία του Ηρώου. Ωστόσο, οι πιέσεις των φερόμενων ιδιοκτητών εντάθηκαν, με αποκορύφωμα την δικαστική διένεξη με υπαλλήλους της Πολεοδομίας του Δήμου Ηρακλείου, ύστερα από την άρνηση των δευτέρων να εκδώσουν άδεια κατεδάφισης του μνημείου.

Τον Αύγουστο του 2009 το Παράρτημα Κρήτης του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων διαβίβασε στην Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κρήτης επιστημονική εργασία του αρχαιολόγου Γ. Τζωράκη για την ιστορία του Ηρώου, αξιώνοντας την άμεση κήρυξή του ως διατηρητέου μνημείου, καθώς συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος:

1)Σχεδιάστηκε από τον Αρχιτέκτονα Δ. Κυριακό που λάμπρυνε την πόλη με σπουδαία κτήρια, πολλά από τα οποία είναι ήδη διατηρητέα.

2) Αποτελεί το τελευταίο εναπομείναν στο Ηράκλειο δημόσιο κτήριο νέο-μινωικού ρυθμού, ο οποίος, αν και δεν επικράτησε, εμφανίστηκε με πολλά και αξιόλογα παραδείγματα στην Κρήτη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.

3) Η ανέγερσή του χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από δημοσίους εράνους.

4) Αποτέλεσε για πολλά χρόνια το κύριο Ηρώον της πόλης.

5) Λειτούργησε ως το πρώτο Ιστορικό –Εθνολογικό Μουσείο της Κρήτης, όπου φυλάσσονταν ιστορικά κειμήλια των κρητικών Επαναστάσεων.

6) Παρά τη βραχύβια λειτουργία του, είναι συνδεδεμένο με την ιστορική μνήμη της πόλης, ως το πρώτο Ιστορικό Μουσείο της Κρήτης, το οποίο θυμούνται οι παλαιότεροι Ηρακλειώτες που ως μαθητές το επισκέπτονταν με τα σχολεία τους.

Μετά το αίτημα του Συλλόγου μας, το Σεπτέμβριο του 2009, η αρμόδια Υπηρεσία υπέβαλλε ξανά, πλήρως επικαιροποιημένο, το φάκελο του Ηρώου προς την Κεντρική Υπηρεσία Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς με αίτημα την επαναξιολόγηση του Ηρώου από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.

Οι αιφνιδιασμοί όμως του ΥΠ.ΠΟ.Τ δεν τελειώνουν εδώ: Πριν λίγες ημέρες του 2010 η Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς κοινοποίησε στην τοπική Εφορεία την υπ. αρ. 85916π.ε/2170 απόφασή της να ΜΗΝ διαβιβάσει τον επικαιροποιημένο φάκελο του Ηρώου στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, επειδή, κατά τη γνώμη της Υπηρεσίας, δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία για την επαναξιολόγηση του μνημείου!!

Εμμένει λοιπόν στην απόφαση του 2006 για τη μη κήρυξη του Ηρώου, η οποία βασίστηκε σε έναν ανεπαρκή φάκελο, που δεν περιλάμβανε τότε τις απαιτούμενες από το νόμο απόψεις των τοπικών φορέων και παρεμποδίζει την επαναξιολόγηση του Ηρώου, από το αρμόδιο Κεντρικό Συμβούλιο, παραβλέποντας, απροκάλυπτα, τόσο τα νέα ιστορικά στοιχεία που προστέθηκαν στον νέο φάκελο, όσο και τις απόψεις του συνόλου σχεδόν των τοπικών φορέων, που αξιώνουν την προστασία του Ηρώου! Εμμένει στην απόφαση του 2006, η οποία θα επιτρέψει την κατεδάφιση του μνημείου! Και για την απόφασή αυτή, η εν λόγω Υπηρεσία χρεώνει την ευθύνη στον Υπουργό Πολιτισμού!

Ως Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτό δεν ισχύει! Θέλουμε να πιστεύουμε πως η πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ θέτει ως προτεραιότητα την προστασία των μνημείων, πέραν και πάνω από τα όποια συμφέροντα. Εκφράζουμε την αντίθεσή μας στην αστήρικτη αυτή απόφαση της Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, αντιδρώντας σε πρακτικές που εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες, οι οποίες αντιβαίνουν στο καθήκον της, που είναι ΜΟΝΟ η προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων εκφράζει επίσης τη συμπαράστασή του προς τους υπαλλήλους της Πολεοδομίας, που με προσωπικό κόστος προστατεύουν την Ιστορία της πόλης τους.

Το Ελληνικό κράτος δεν έχει πια την πολυτέλεια να γκρεμίζει μνημεία!

Για το Δ.Σ. του Σ.ΕΚ.Α.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χριστίνα Θεοδωροπούλου Παναγιώτης Κουτής"

(Αποσπάσματα από το Αναδημοσίευση από το άρθρο του κ. Γιώργου Α. Τζωράκη στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου, 1/12/2009. )

"Επίκαιρο, δυστυχώς, για μια ακόμα φορά, το θέμα της κατεδάφισης των παλαιών κτηρίων της πόλης μας, δίνει μια καλή αφορμή για την αφήγηση της ιστορίας ενός ακόμα μνημείου, άγνωστου, μάλλον, στους πολλούς. Πρόκειται για το Ηρώον του Ηρακλείου στην Πλατεία Ελευθερίας, ανάμεσα στις οδούς Βίγλας και Πεδιάδος, του μοναδικού σωζόμενου δημόσιου κτηρίου μινωικής αρχιτεκτονικής στο Ηράκλειο, που παρά την αποκαρδιωτική του σήμερα εικόνα, γνώρισε κάποτε ημέρες δόξας.

Το Ηρώο κατασκευάστηκε το 1930 από τη Νομαρχία Ηρακλείου, στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Ελλάδας και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους. Η σχετική εγκύκλιος της Κυβέρνησης Βενιζέλου, εκτός από τον κεντρικό εορτασμό στην Αθήνα, υπαγόρευε τη διοργάνωση εκδηλώσεων τοπικού χαρακτήρα σε κάθε μεγάλη πόλη, και την ανέγερση «έργων αναμνηστικών αξίων λόγου», που θα αποτελούσαν το επίκεντρο των εορτών.

O τότε Νομάρχης Ηρακλείου Εμμ. Λυδάκης συνέστησε πολυμελή επιτροπή προσωπικοτήτων, την Επιτροπή Εκατονταετηρίδας, επιφορτισμένη με την ευθύνη της διοργάνωσης των εορτών και μια τις πρώτες αποφάσεις της ήταν η ανέγερση «Ηρώου υπέρ των Κρητών Αγωνιστών». Η μελέτη του έργου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα και αρχιμηχανικό, τότε, του Δήμου Ηρακλείου Δημ. Κυριακό, έναν αρχιτέκτονα που έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην πόλη..."
"Η Επιτροπή Εκατονταετηρίδας είχε προβλέψει μάλιστα και την αρχιτεκτονική μορφή του Ηρώου, το οποίο θα ακολουθούσε «ρυθμό μινωικό», σε μια συμβολική απόπειρα σύνδεσης των επιμέρους περιόδων της Κρητικής ιστορίας. Την εποπτεία της ανέγερσης του μνημείου ανέλαβε 4μελής επιτροπή, αποτελούμενη από τον Κυριακό, το Νομάρχη Εμμ. Λυδάκη, το Δήμαρχο Ανδρέα Παπαδόπουλο, και το Διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Την 19η Ιουνίου 1930 το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου, ύστερα από σχετική αίτηση της Επιτροπής, ενέκρινε «όπως διατεθεί χώρος παρά την Πλατείαν Ελευθερίας και εις θέσιν Ντιγλή Περβόλι, προς ανέγερσιν του επί ταις Εορταίς της Εκατονταετηρίδος Ηρώου του Νομού Ηρακλείου».
Το κτίσμα είχε διαστάσεις 12 Χ 9,30 μ. και αντέγραφε αρχιτεκτονικά τον τύπο του Μινωικού Μεγάρου. Αποτελούνταν από μια εξωτερική κιονοστοιχία με δύο ερυθρούς κίονες που δημιουργούσαν ανοιχτή στοά, η οποία οδηγούσε στον κυρίως χώρο. Συμβολικά απέδιδε ανακτορικού τύπου μινωικό ιερό. Όπως, συχνά, και στα μινωικά ιερά, οι εσωτερικοί τοίχοι του Ηρώου περιτρέχονταν από χτιστά πεζούλια, τα θρανία, δηλωτικά και αυτά του λατρευτικού χαρακτήρα του χώρου, και το αντίγραφο ενός μινωικού θρόνου, στο βάθος, συμβόλιζε τη διαρκή παρουσία της αδιόρατης Θεότητος. Η πρόσοψη του Ηρώου επιστεφόταν από επάλληλα ζεύγη κεράτων καθοσιώσεως, τα ιερότερα σύμβολα του μινωικού κόσμου, που συμβόλιζαν εδώ ικετίριους βραχίονες, σε μια αδιάκοπη επίκληση στο Θείον. Στην οροφή του μνημείου, η ενότητα της επίπεδης στέγης διασπάστηκε από υπερυψωμένους φωταγωγούς, που επέτρεπαν τον φυσικό φωτισμό του χώρου, όπως είχαν διδάξει οι Μινωίτες ήδη από την 2η χιλιετία π.Χ. Κατά το πρότυπο, πάλι, των μινωικών μνημειακών κτιρίων, η λίθινη τοιχοποιία ενισχύθηκε με ξυλοδεσιές που αναπαραστάθηκαν με μπετόν, σύμφωνα με την τεχνική που είχε εισαγάγει ο Evans στο ανάκτορο της Κνωσού. Ολόκληρο το υπερυψωμένο ισόγειο μνημείο στηρίχτηκε σε χαμηλό ημιυπόγειο θάλαμο, με είσοδο κάτω από το πρόπυλο, σε ένα επιχειρούμενο συμβολισμό των πρωτοχριστιανικών κρυπτών.

Ο καινοφανής, σήμερα, «μινωικός ρυθμός» στον σχεδιασμό του Ηρώου, βρίσκει και μια πρακτική ερμηνεία στην επισήμανση του Νομάρχη Εμμ. Λυδάκη ότι απέβλεπε στο «να προσελκύσει την προσοχή των ξένων των διερχομένων εκείθεν προς επίσκεψιν των αρχαιοτήτων της Κνωσσού». Βρισκόμαστε, άλλωστε, στις αρχές της δεκαετίας του ʼ30, τότε που τουρισμός στην Κρήτη ήταν ανύπαρκτος και οι αφίξεις των ξένων αποτελούσαν σημαντικό γεγονός, μνημονευόμενο στον τοπικό τύπο κάτω από τον τίτλο «Αφίξεις περιηγητών». Είναι βέβαιο, όμως, πως το σχέδιο του Ηρώου προτάθηκε από τον Σπ. Μαρινάτο, τον τότε Διευθυντή του Μουσείου Ηρακλείου και Έφορο των Αρχαιοτήτων, σε μια εποχή που οι αρχαιολόγοι διαδραμάτιζαν καίριο ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα του τόπου. Ήταν, άλλωστε, και η εποχή του “Παμμινωισμού”, του ρεύματος της προϊστορικής αρχαιολογίας που τοποθετούσε, -χωρίς να λείπει και η υπερβολή- τη μινωική Κρήτη στην κορυφή των πολιτισμών του Αιγαίου. Σίγουρα πάντως ήταν τα χρόνια της μεγάλης ανάδειξης της μνημειακής αρχιτεκτονικής της μινωικής Κρήτης, η οποία, με τις αναστηλώσεις του Evans στην Κνωσό, ετύγχανε της μεγαλύτερης δυνατής προβολής και αναγνωρισιμότητας. Η δημιουργία μνημείων μινωικής αρχιτεκτονικής, δεν ξένιζε, άλλωστε, εκείνα τα χρόνια, δεδομένης της περιορισμένης ανάπτυξης ενός «νέο-μινωικού»αρχιτεκτονικού ρυθμού, που, αν και τελικά δεν επικράτησε, είχε, ωστόσο, αρχίσει να εξελίσσεται, από τα πρώτα χρόνια της ανακάλυψης των μινωικών ανακτόρων..."

"Ως ημερομηνία έναρξης του διήμερου εορτασμού της εκατονταετηρίδας στο Ηράκλειο ορίζεται η 5η Οκτωβρίου 1930. Περιλαμβάνει δοξολογία, παρελάσεις, πανηγυρικούς λόγους, επιμνημόσυνες δεήσεις, καταθέσεις στεφάνων, κ.α. Την κυβέρνηση εκπροσωπούν ο Υπουργός Στρατιωτικών Θ. Σοφούλης και ο Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Εορτασμού Εκατονταετηρίδος Ιω. Δαμβέργης, μαζί με μεγάλο αριθμό αξιωματικών του ναυτικού και των ευζώνων. Συμμετέχουν επίσης εκπρόσωποι ξένων κρατών, συλλόγων, και πλήθος δημοσιογράφων από την Αθήνα. Στην πόλη του Ηρακλείου έχουν συρρεύσει χιλιάδες κάτοικοι από ολόκληρο το Νομό Ηρακλείου αλλά και από τους γύρω νομούς.
Τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου προγραμματίστηκαν στις 4 μ.μ., κατά την πρώτη ημέρα των εορτασμών. Οι θρυλικότεροι από τους εν ζωή τότε αγωνιστές των κρητικών επαναστάσεων, «προσερχόμενοι με την Κρητικήν στολήν των και την πανοπλίαν των», παρέστησαν ως τιμητική φρουρά του νέου μνημείου. Ο τύπος των ημερών σημειώνει με δέος την παρουσία των Ιω. Αϊνικολιώτη, Καπετάν Χατζομιχάλη, Γιάννη Πολυξίγκη, Καραντινού, Γ. Κοκκινάκη, Απ. Τσαπάκη, Εμμ. Μπιζαράκη, Ματθ. Ζαχαριάδη, Γ. Σισμινάκη, Γ. Ξύδη, Εμμ. Κοντή, Μύρ. Καραγιαννάκη, Γ. Πατσιδιανού «και άλλων γνωστών και άγνωστων από την χορείαν των παλαιών αγωνιστών του 1866 και εντεύθεν..."

"Η οικονομική δυσπραγία της εποχής επέβαλε την διʼ εράνων ανέγερση του Ηρώου. Σχετικές εκκλήσεις της Επιτροπής Εκατονταετηρίδας και της Νομαρχίας Ηρακλείου προς τους Δήμους, τις Κοινότητες, τα Επιμελητήρια, τα Σωματεία, τα Ιδρύματα, τους Συνεταιρισμούς, αλλά και τους κατοίκους του νομού, ζητούσαν την οικονομική ενίσχυση της Επιτροπής. Οι εκκλήσεις εισακούστηκαν, δημιουργώντας μια ασυνήθιστη, για τα σημερινά δεδομένα, άμιλλα μεταξύ φορέων και κατοίκων για τη συγκέντρωση χρημάτων, τις χορηγίες των οποίων η Επιτροπή κοινοποιούσε κάθε φορά δια του τύπου, κάτω από τον τίτλο «Υπέρ Ηρώου» ή «Υπέρ Εκατονταετηρίδος». Από ένα πρόχειρο υπολογισμό των δημοσιευμένων χορηγιών και με δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός του Ηρώου ανήλθε στις 200 χιλιάδες δρχ., διαπιστώνεται πως το έργο χρηματοδοτήθηκε σχεδόν εξολοκλήρου από εράνους. Την διʼ εράνων ανέγερση του Ηρώου επιβεβαίωσε, σε παρέμβασή του στον τύπο και ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του μνημείου, ο οποίος προανήγγειλε την τοποθέτηση στο χώρο του Ηρώου ειδικών στηλών, όπου θα αναγράφονταν «αι κοινότητες αι οποίαι συνετέλεσαν εις την ανέγερσιν του έργου».
Στα άμεσα σχέδια του Κυριακού ήταν η μετατροπή του Ηρώου σε Ιστορικό-Εθνολογικό Μουσείο της Κρήτης, με την επέκταση του υφιστάμενου κτίσματος. «Το σημερινό λοιπόν Ηρώον θα είναι μόνον είσοδος προς το Ναόν-Μουσείον, όπου θα είναι αναρτημένα οι εικόνες, τα όπλα και εν γένει τα αντικείμενα εκάστου ήρωος». Το όραμα αυτό πιθανώς επηρεάστηκε και πάλι από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Μαρινάτο, ο οποίος κατά τη διάρκεια των εορτών είχε διαμορφώσει ειδική αίθουσα στο Μουσείο Ηρακλείου, όπου συγκέντρωνε και εξέθετε κειμήλια της επανάστασης. Ωστόσο, η επέκταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οι λόγοι που προβάλλουν ως προφανείς είναι αναμφίβολα οι οικονομικοί, δεδομένης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με το κραχ του 1929, από τα οποία δεν ξέφευγε βέβαια η Κρήτη και το Ηράκλειο. Από την ίδρυσή του και για τα επόμενα χρόνια το μνημείο αποτελούσε, πάντως, το κύριο Ηρώο του Ηρακλείου, στους εορτασμούς των ιστορικών επετείων, με τελετές που περιλάμβαναν πανηγυρικούς λόγους, κατάθεση στεφάνων και απόδοση στρατιωτικών τιμών.

Εκτός από τη λειτουργία του στις εθνικές εορτές το Ηρώον είχε την ίδια εποχή και παράλληλη χρήση. Μέσα στο Ηρώο, που ήταν επισκέψιμο και εκτός εορτών, φυλάσσονταν, κάποια από τα αναθήματα και τα πολεμικά κειμήλια, που είχαν προσκομίσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο οι απόγονοι των Κρητών αγωνιστών, κατά τους εορτασμούς της Εκατονταετηρίδας. Την ευθύνη του χώρου είχε ο φύλακας Γ. Σαριδάκης. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στους τοίχους του Ηρώου ήταν αναρτημένοι πίνακες με πορτραίτα αγωνιστών και διάφορες σημαίες και λάβαρα. Βέβαιη είναι και η ύπαρξη άλλων ενθυμημάτων, όπως η τιμητική πλάκα του Ιω. Δαμβέργη που προαναφέρθηκε, ή ένας αναμνηστικός πίνακας με τα ιστορικά γεγονότα και τις βιογραφίες των παλαιμάχων αγωνιστών του Κρουσώνα που, όπως αναφέρει ο τύπος των ημερών των εορτασμών, κατατέθηκε από τον «Σύλλογο Εφέδρων Κρουσανιωτών», αντί στεφάνου, στο Ηρώο. Υπάρχουν, όμως, και άλλα στοιχεία για τα φυλασσόμενα κειμήλια στο Ηρώο: Σε αναδημοσίευση φύλλου της εφημ. Ίδη του 1937 στην εφημ. Πατρίς, με αφορμή αφιέρωμα στο Οπλαρχηγό Τσαγκαραντώνη (Αντ. Ξενάκη) στις 10/8/2006, δίνεται η πληροφορία ότι η σημαία του Καπετάν Τσαγκαραντώνη «βρίσκεται σήμερα κατατεθειμένη στο Ηρώο Ηρακλείου». Η ύπαρξη της ιστορικής σημαίας, μαζί με άλλα αντικείμενα του Τσαγκαραντώνη στο Ηρώο, επιβεβαιώνεται από τους απογόνους του Ήρωα, Παναγιώτη και Γιάννη Δασκαλάκη..."


"Εξάλλου, σε δημοσίευμα στην εφημ. Τόλμη στις 27/08/2004, του Μαν. Δεδελετάκη, που αντιτασσόταν στο πιθανό, -από τότε-, ενδεχόμενο της κατεδάφισης του μνημείου, έχουμε λεπτομερή περιγραφή του εσωτερικού του Ηρώου. Ο Δεδελετάκης θυμάται τα μαθητικά του χρόνια, το 1938, και τις εκπαιδευτικές εκδρομές στο Ηρώο με τη δασκάλα του Γεωργία Παπαδάκη – Δανδουλάκη, για να διδαχθούν την τοπική ιστορία. Θυμάται στο κέντρο μια μεγάλη βιτρίνα, στρωμένη με βελούδο, που περιείχε ένα μαυρισμένο κρανίο,- του Κόρακα, τους έλεγε η δασκάλα-, ένα δάφνινο στεφάνι, κρητικά μαχαίρια, πιστόλια, κι ένα τουφέκι, μαζί με ένα κόκκινο σκούφο και μια κρητική φορεσιά. Γύρω από τη μεγάλη βιτρίνα, θυμάται πολλές ακόμα μικρότερες, που φιλοξενούσαν κρανία και όπλα άλλων αγωνιστών. Στους τοίχους της αίθουσας, θυμάται πορτραίτα αγωνιστών, μαζί με πολεμικά λάβαρα και σημαίες, μαυρισμένες από το χρόνο και χιλιοτρυπημένες από τις μάχες, μαζί με δάφνινα στεφάνια, και πολλά όπλα και γιαταγάνια με ασημένια σκαλίσματα στις λαβές. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες και αντίστοιχες μαρτυρίες παλαιότερων συμπολιτών μας, όπως η κα Παρή Κάβου, και ο κ. Μανόλης Σαριδάκης, πιστοποιούν με τον πιο έγκυρο τρόπο ότι το Ηρώον, παρά τη μη επέκτασή του, την οποία σχεδίαζε ο Κυριακός, είχε μετατραπεί σε Μουσείο ενθυμημάτων των κρητικών επαναστάσεων. Το πρώτο Ιστορικό-Εθνολογικό Μουσείο της πόλης του Ηρακλείου.

Σημείο καμπής στη λειτουργία του Ηρώου αποτέλεσε η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, το Μάιο του 1941. Τις μέρες της αναρχίας που προηγήθηκε της κατάληψης της Κρήτης, η πόλη του Ηρακλείου, λεηλατήθηκε από συμμορίες ντόπιων πλιατσικολόγων. Θύμα της σκοτεινής αυτής σελίδας της ιστορίας της πόλης έπεσε, σύμφωνα με μαρτυρίες και το Ηρώο, μαζί με τα κειμήλια που φιλοξενούσε. Κανένας, εξάλλου, δε θυμάται το Ηρώο να λειτουργήσει ξανά μετά την Κατοχή. Ακόμα και ο πενιχρός εορτασμός της πόλης του Ηρακλείου στην επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1942, που ήταν ο πρώτος εορτασμός της επετείου μετά την εισβολή των Ναζί, δεν περιλάμβανε κατάθεση στεφάνων στο Ηρώο, παρά μονάχα στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη..."

"Και η συνολική εικόνα του Ηρώου των Κρητών Αγωνιστών δεν τιμά την πόλη του Ηρακλείου και τους ανθρώπους της. Εγκατάλειψη και βεβήλωση είναι οι λέξεις που μπορούν να περιγράψουν τη σημερινή κατάσταση του μνημείου, το οποίο εγκλωβίζεται ανάμεσα σε μεταγενέστερα προσκτίσματα, όπως οι τουαλέτες (!) και τα πρόχειρα υπόστεγα. Τα ιερά κέρατα που επέστεφαν το θριγκό του μνημείου έχουν εξαφανιστεί, ενώ οι γυάλινοι φεγγίτες έχουν αντικατασταθεί με σιδερένια πλέγματα και λαμαρίνες. Οι σοβάδες αποκολλούνται και η τοιχοποιία ρηγματώνεται με γοργούς ρυθμούς από την οργιώδη βλάστηση που αναπτύσσεται πάνω στα αρχιτεκτονικά μέρη του Ηρώου. Άγνωστα χέρια έχουν επιχρωματίσει τους ερυθρούς κίονες και την ζωηρή μετώπη του θριγκού, αντικαθιστώντας τη μινωική πολυχρωμία με την ψυχρή λευκότητα του ασβέστη. Πανύψηλα, πυκνά δέντρα έχουν αφεθεί, λες επίτηδες, απεριποίητα, για να κρύψουν την πρόσοψη του Ηρώου, δημιουργώντας ένα μνημείο-φάντασμα, άγνωστο, δυστυχώς, στους περισσότερους κάτοικους της πόλης. Και η σημαντική ιστορία του Ηρώου, που ταυτίζεται, αναπόφευκτα, με τη σύγχρονη ιστορία της πόλης, άγνωστη στους περισσότερους, λησμονείται, καθώς “μισεύουν” ένας-ένας οι άνθρωποι εκείνοι που έζησαν τη δόξα του και είναι σε θέση να μας διδάξουν τη σημασία του..."