Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Νίκος Καζαντζάκης


18 Φεβρουαρίου του 1881 γεννήθηκε στο Χάνδακα ο μεγάλος Κρητικός.
Πώς να μιλήσει κάποιος για τον Καζαντζάκη, ως άνθρωπο, ως δημιουργό, ως φιλόσοφο, ως ποιητή, ως μια καρδιά και μια ψυχή κι ένα μυαλό πλημμυρισμένα από πάθη, πόθους, άπειρα ερωτηματικά, ανησυχίες, σοφία, νοσταλγία και λατρεία για τη ζωή...πώς να εκφράσει το δέος που νοιώθει διαβάζοντας κάθε λέξη και κάθε φράση του;

Ανήμπορη να γράψω για τον άνθρωπο αλλά και για το τεράστιο, πολύπλευρο, μεγαλόπνοο έργο του, αφήνω άλλους μεγάλους να μιλήσουν γι αυτόν. Και τον ίδιο, μέσα από κάποια αποσπάσματα που έχουν αποτυπωθεί μέσα μου από τότε ακόμα, που έφηβη διάβασα για πρώτη φορά την Αναφορά στο Γκρέκο, την Ασκητική, τον Καπετάν Μιχάλη...

Άγγελος Τερζάκης
Ο ΠΕΖΟΛΑΤΗΣ
(Περιοδικό Κνωσός, Μάιος 1958, Ανατύπωση Ιανουάριος 2007, σελ. 54-55)

"Η ώρα δεν ήρθε ακόμα να πει η Ιστορία το λόγο της για τον Καζαντζάκη. Κι όποιος λέει "Ιστορία" λέει Κριτική. Όχι μόνο γιατί το κρύσταλλο της στιγμής θαμπώνεται από το ζεστό χνώτο των συναισθημάτων, από τις θολές άχνες των προκαταλήψεων, των κάθε λογής υστερισμών, από την ασφυξία του χώρου τέλος, που εμποδίζει και τον αερισμό της ατμόσφαιρας και την προοπτική. Αλλά και γιατί το συγκεκριμένο είδος, η πνευματική οικογένεια όπου ανήκει ο Καζαντζάκης, δεν είναι από εκείνες που προσφέρονται στη συνοπτική ματιά. Οι πνευματικοί πεζολάτες καθώς αυτοί ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα σχήματα, έχουν κάτι το ρευστό και το άστατο, παράδοξο γνώρισμα αν το συνδυάσει κανένας με την απίστευτη στερεότητα της προσωπικής τους παρουσίας.
Στην πραγματικότητα, η ιδιοτυπία τούτη ήταν πολύ περισσότερο αισθητή στα παλιότερα χρόνια, πριν από την τελευταία μεταμόρφωση του Καζαντζάκη, την προσαρμογή του δηλαδή στην πειθαρχία του μυθιστορήματος. Ο αυτοπεριορισμός του άλλωστε της μυθιστορηματικής περιόδου ήταν ηθελημένος, όπως είχαμε ιδεί να δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του σε ξένη εφημερίδα: για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία του με το παγκόσμιο κοινό. Άθλος - ούτε λόγος! - αν σκεφτεί κανένας πως δεν αρκεί, κατά κανόνα, να θέλεις κάτι, στον Τομέα της Τέχνης, και για να το πετύχεις. Οι ξένοι όμως, που ξέρουν ένα μυθιστοριογράφο Καζαντζάκη, κι ας τον εκθειάζουν τόσο, δεν έχουν πληροφορηθεί παρά ένα πολλοστημόριο μονάχα της πνευματικής του αγωνίας, μια μοναδική πλευρά της αληθινής του φυσιογνωμίας - την πιο πρακτική. Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη αξία των τελευταίων του έργων, όποιος τον περιορίζει σ' αυτά, τον φτωχαίνει. Και είναι ό,τι γίνεται, ουσιαστικά, από τη μεγαλύτερη μερίδα του ευρύτερου κοινού, ακόμα και του δικού μας: Έμαθαν ν΄ ακούνε τον Καζαντζάκη από τα τελευταία έργα του, ακολούθησαν - όπως γίνεται πάντα - το ρεύμα και αναπαύονται στην ενατένιση μιας επίπεδης μορφής.
Διαφορετική εντελώς εντύπωση είχαμε όσοι θητέψαμε στα ελληνικά γράμματα μέσα στα τριάντα χρόνια που μας πέρασαν. Μυθιστοριογράφους, λυρικούς ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς, γνωρίσαμε αρκετούς, βλέπαμε άλλους να ξεμυτίζουν κάθε μέρα. Γύρω, παντού στον κόσμο, κυκλοφορούσαν άλλοι τέτοιοι πλήθος, και καλοί και μέτριοι. Ο Καζαντζάκης ήταν ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ. Συχνά μάλιστα, πολλοί από μας, χωρίς να υποπτεύονται πως αυτό ακριβώς το "κατι άλλο" ήταν ο αληθινός πλούτος, η αναντικατάστατη φυσιογνωμία του Καζαντζάκη, ο προσωπικός του τόνος, τον έψεγαν που δεν ταιριάζει σε κανένα από τα καθιερωμένα καλούπια: ούτε ποιητής - ποιητής, ούτε φιλόσοφος - φιλόσοφος, ούτε διηγηματιογράφος - διηγηματογράφος. Παραξενευόταν μερικοί γιατί έβλεπαν πως περισσότερο από όλα τα γραφτά του αγαπούσαν, λόγου χάρη, τα Ταξίδια του - ένα είδος επιτέλους όχι και απόλυτα πολιτογραφημένο, περίπου αιρειτικό. Δεν έβλεπαν τί βαθύτερη περιπλάνηση ανιστορούσαν αυτά τα ταξίδια. Φοβόνταν πως αν πούνε τις προτιμήσεις τους δυνατά, θα είναι κάτι σαν έμμεση αποδοκιμασία, σχεδόν ειρωνεία πονηρή. Φαντάζομαι πως κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης αν άκουγε κάτι τέτοιο θα αγανακτούσε. Τόσο οι άνθρωποι, κι οι καλύττεροι κι οι χειρότεροι, είμαστε μαθημένοι να υπηρετούμε σε προλήψεις. Σάμπως να έχει καμια σημασία το με ποιόν τρόπο, με ποιό συγκεκριμένο μέσο, μεταδίδει το προσωπικό της μήνυμα μια ανθρώπινη συνείδηση. Και σάμπως το σπουδαιότερο να μην είναι το περιεχόμενο αλλά το περιέχον. Παραμυθάδες έχουμε αρκετούς, στιχοπλόκους που περνάνε για ποιητές το ίδιο, αλλά συνειδήσεις άγρυπνες κρυφοφέγγουν γύρω ελάχιστες. Κι ένας συγγραφέας είναι πρώτ' απ' όλα αυτά: Μια άγρυπνη συνείδηση με προσωπικό ήθος. Αυτό ή τίποτα. Στον Κόσμο των Γραμμάτων κάθε τόπου και κάθε εποχής κυκλοφορούν πολλοί που είναι Τίποτα με χρυσά κεφαλαία.
Η εποχή μας βοηθάει ιδιαίτερα στο ξεκαθάρισμα αυτής της πλάνης. Η εποχή τούτη, από την ίδια την υφή της είναι μια καταγγελία αδυσώπητη της ανύποπτης μωρίας που, βασισμένη στην κεκτημένη ταχύτητα, στην αδράνεια των κακώς κειμένων και στο προσωπικό της στόμφο, έχει πετύχει να γίνει μακάριο καθεστώς. Ποτέ οι διάφορες επισημότητες δεν ήταν τόσο εκτεθειμένες όσο τώρα. Γιατί η ιστορική στιγμή δεν δουλεύει σ' επιχρυσωμένες συμβάσεις. Είναι μια ώρα εικονοκλαστική και βλάσφημη, όχι από μελοδραματικό ρομαντισμό με θεαματικές κάπες και κορώνες αλλά από μια συμπυκνωμένη εσωτερικά, μαθηματική αναγκαιοτητα, ψυχρή στους αλγεβρικούς τύπους της, χοχλαστική στην έξαρσή της. Σε τούτο ακριβώς βρίσκεται και η προσωπική, η αντρίκια ομορφιά της εποχής αυτής. Τους παραμυθάδες λοιπόν τους αμέριμνους, τους ποετάστρους τους λιπόθυμους, τους αποβάλλει. Όπως η κάθε μεγάλη ανθρώπινη ώρα πλάθει τους υποκειμενικούς φορείς της, έτσι που έχουν την σφραγίδα της, έτσι κι αυτή εδώ. Της περισσεύουν οι τύποι που έπλασαν άλλοι αιώνες. Το λέγαμε τις προάλλες με αφορμή τον Αλβέρτο Καμύ. Το ξαναλέμε τώρα για την περίπτωση Καζαντζχάκη. Το μεγαλείο του ανθρώπου δεν είναι πως έγραψε πέντε μυθιστορήματα παγκόσμιας επιτυχίας. Η επιτυχία είναι άραγε μέτρο για το κάθε τι; Και τί θα πει "Μυθιστόρημα"; Κάτι που διαβάζει κανείς και γλυκαίνεται ή νανουρίζεται; Για τ' όνομα του θεού! στην ώρα που γίνεται η αναμέτρησή μας με το Διάστημα τέτοιες ενασχολήσεις! "δε μ' ενδιαφέρει αν η μαρκησία πήγε για τσάι στις πέντε η ώρα" - ποτέ ο λόγος του Βαλερύ δεν δείχτηκε πιο επίκαιρος. Το "μυθιστόρημα", ή το "ποίημα" ή το "δράμα", δεν ξεσχίζουν σαν ανατριχιαστικές παραφωνίες τ' αυτιά παρα μόνον αν υποβαστάζονται, δικαιώνονται, συμβολίζουν κάτι άλλο.
Τι άλλο; Τον μύθο μιας συνείδησης που μάχεται για να τοποθετηθεί απέναντι στο σύμπαν, να δώσει μια ερμηνεία, όχι ένα οικοδόμημα από συλλογισμούς, με δραματική έστω αφετηρία. Σε τούτο είναι που σφάλλουν πολλοί λογοτέχνες - ολκής φυσικά, γιατί οι άλλοι δεν είναι άξιοι ούτε να σφάλουν. Από τον ποιητή γυρεύουμε το χρονικό της εσωτερικής ποντοπορίας μας, ένα ημερολόγιο καταστρώματος βρεγμένο από την άρμη του ωκεανού κι από τις καυτές στάλες των καταιγίδων. Είναι ένα τεφτέρι με καρουλιασμένα φύλλα, που δεν εξηγεί και που λυτρώνει. Σε τελευταία ανάλυση, θέαμα - και θέμα - για τον άνθρωπο είναι μόνο ο άνθρωπος: Στο φρικιαστικά άμορφο πρόσωπο του διαστήματος δεν βλέπουμε και δεν εξερευνούμε παρά την αγωνία μας να το αφομοιώσουμε, να το τιθασέψουμε, να το εξευμενίσουμε, μήπως και μας γίνει πιο φιλόξενο, ή τουλάχιστο πιο νοητό.
Ο Καζαντζάκης είναι ο πρώτος λογοτέχνης μας που είχε ένα προσωπικό όραμα του κόσμου. και πάλι, όταν λέμε "όραμα" δεν ζητάμε συνέπεια λογική, φιλοσοφική, αφηρημένη. Ζητάμε συνέπεια ανθρώπινη, κάτι το αυθεντικό, το ζυμωμένο με ιδρώτα και με δάκρυα. Το όραμα του λογοτέχνη δεν κρίνεται από την θεωρητική ιδιομορφίαν του κρίνεται από τη δραματική του ένταση. Το σύστημα ενός φιλοσόφου ανάγκη του να είναι προσωπικό, ή τουλάχιστο, συνθεμένο από στοιχεία αφομοιωμένα. Το όραμα ενός ποιητή έχει αυθεντικότητα, όταν ο οίστρος του έχει δύναμη. Μας επιβάλλεται εύκολα, φτάνει εκείνος που το έζησε να το έχει πρώτος πιστέψει.
Ο Καζαντζάκης του καιρού της νιότης μας, συνείδηση ανήσυχη περιφερόμενη στον κόσμο, αντιπροσώπευε αυτό: την τιμή του Πνεύματος, που είχε το νηστικό σκαμμένο πρόσωπο, τ' άγρυπνα μάτια της μεγάλης Αγωνίας."



Νίκος Καζαντζάκης
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΑΣΚΗΤΙΚΗ"

Πιστεύω σ' ένα Θεό, Ακρίτα διγενή, στρατευόμενο Πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή σ' ακρότατα σύνορα, στρατηγό, αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες.

Πιστεύω στ' αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω, πίσω από την άπαυτη ροή του, την απόλυτη ενότητα.

Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα Του, που δαμάζει και καρπίζει την ύλη - τη ζωοδόχα πηγή φυτών ζώων και ανθρώπων.

Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλαίβει ο Ακρίτας με το θάνατο.

Βοήθεια! κράζεις, Κύριε, βοήθεια! Κράζεις κύριε, κι ακούω.

Μέσα μου οι πρόγονοι κι απόγονοι κι οι ράτσες όλες κι όλη Γης, ακούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή Σου.

Μακάριοι όσοι ακούνε και χύνονται να Σε λυτρώσουν, Κύριε, και λεν: Εγώ και Συ μονάχα υπάρχουμε.

Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί Σου, Κύριε, και λεν: Εγώ και Συ είμαστε Ένα.

Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν και δεν λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, το εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!


ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ - Πρόλογος
«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. 'Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το 'σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να 'σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ' αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, 'απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του !
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «'Ελα.. έλα.. έλα...»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κο έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ' ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουντανη γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
'Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ' ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ' έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ' απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που 'χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ' ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, 'εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. 'Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. 'Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το 'χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία...
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ' αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ' όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ' αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα 'ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του 'χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. 'Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «'Ερχεται! 'Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν' αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ' ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.

Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
'Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. 'Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς !...

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!"



ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ, "Για να γίνει μεγάλος", Αθήνα 1966, σελ. 14-15
"...ήταν κατάλιγνος. Δέρμα, κόκκαλα, νεύρα. Μα το πρόσωπό του ήταν ολοστρόγγυλο και παχουλό. Δε βούλιαζε πουθενά. Ψηλός, πρώτο μπόι κι ολόισιος. Ήταν πολύ ωραίος. Κείνα τα χρόνια τον θυμούμαι μόνο τα καλοκαίρια. Η εικόνα του μου έχει εντυπωθεί με ζεστούς καιρούς, και στην πλατεία που είναι καταβρεγμένη, κι ανάμεσα στα τραπεζάκια τριγυρίζουν μικρά παιδιά ξυπόλυτα και πουλούνε γιασεμιά κι αμυγδαλόκαρπους λευκασμένους. Αν η παρέα του Νίκου αργούσε να' ρθει και κάθιζε παράμερα, πάλι σε λίγο θα τον ανακάλυφτες, έτσι που γελούσε δυνατά και γνώριζες το γέλιο του.
Γελούσε πολύ. Εύκολα, ξεκαρδιστικά, συχνά. Μα είχε και τη θεωρία πως το γέλιο είναι εξυγιαντικό..."


Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον
Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία (Παρίσι), 6 Μαΐου 1955

"Δεν βλέπω την Κρήτη σαν ένα πράγμα γραφικό και χαμογελαστό. Αυστηρή είν' η μορφή της. Σκαμμένη από τον αγώνα και τον πόνο. Αυτό το νησί, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ήταν προορισμένο από τη γεωγραφική του θέση να γίνει η γέφυρα ανάμεσα σ' αυτές τις τρεις ηπείρους. Να γιατί η Κρήτη υπήρξε η πρώτη γη της Ευρώπης που δέχθηκε το φως του πολιτισμού που ήρθε από την ανατολή. Δυο χιλιάδες χρόνια πριν το ελληνικό θαύμα, ανθούσε στην Κρήτη αυτός ο μυστηριώδης πολιτισμός, ο λεγόμενος αιγαιακός, ακόμα βουβός, γεμάτος από ζωή, μεθυσμένος από χρώματα, με φινέτσα και γούστο που ξαφνιάζουν και προκαλούν τον θαυμασμό. Μάταια αντιστεκόμαστε στο ίχνος του παρελθόντος. Υπάρχει μια έκκριση, νομίζω, μια μαγική έκκριση που ακτινοβολεί από τ' αρχαία χώματα που πάλεψαν και υπέφεραν πολύ. Σαν κάτι να έμεινε μετά την εξάφανιση των λαών που αγωνίσθηκαν, έκλαψαν κι αγάπησαν σ' ένα κομμάτι γης. Αυτή η ακτινοβολία των περασμένων καιρών είναι εξαιρετικά έντονη στην Κρήτη. Σας διαπερνά μόλις πατήσετε την Κρητική γη. Ύστερα ένα άλλο συναίσθημα, πιο συγκεκριμένο, σας καταλαμβάνει. Όποιος γνωρίζει την τραγική ιστορία των τελευταίων αιώνων αυτού του νησιού καθηλώνεται όταν αναλογίζεται το λυσσαλέο αγώνα πάνω σ' αυτή τη γη ανάμεσα στον άνθρωπο που μάχεται για την ελευθερία του και στον καταπιεστή που μαίνεται για να τον συνθλίψει. Οι Κρητικοί αυτοί έχουν τόσο εξοικειωθεί με το θάνατο που δεν τον φοβούνται πια. Υπέφεραν τόσο επί αιώνες, διαπίστωσαν τόσες φορές ότι ο ίδιος ο θάνατος δεν μπορεί να τους καταβάλει, που έφτασαν στη διαπίστωση ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος για το θρίαμβο του ιδανικού τους, ότι στην κορυφή της απελπισίας αρχίζει η σωτηρία. Ναι, είναι δύσκολο να τη μασήσεις την αλήθεια. Αλλά οι Κρητικοί, σκληραγωγημένοι από τον αγώνα, λαίμαργοι για ζωή, την καταπίνουν σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό. «Πώς σου φάνηκε η ζωή, παππού;» ρώτησα μια μέρα ένα γέρο Κρητικό, εκατοχρονίτη, γεμάτο παλιές πληγές, τυφλό. Ζεσταίνονταν στον ήλιο, κουκουβιστός στο κατώφλι της καλύβας του. Ήταν περήφανος στ' αυτιά, όπως λέμε στην Κρήτη. Δεν άκουε καλά. Τού επανέλαβα την ερώτηση: «Πώς σου φάνηκε η μεγάλη σου ζωή, τα εκατό σου χρόνια, παππού; Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό» μου απάντησε. «Και διψάς ακόμα παππού;» Σήκωσε απότομα το χέρι. «Καταραμένος αυτός που πια δε διψάει» φώναξε. Αυτοί είναι οι Κρητικοί. Πώς να μη τους κάνω σύμβολο;"



Εμείς οι συντοπίτες του έχουμε την τύχη, την τιμή και την ευκαιρία να μιλάμε μαζί του περπατώντας στους δρόμους που περπάτησε, αγαπώντας την πόλη που αγάπησε, σκαρφαλώνοντας στο μπεντένι που αναπαύεται...

2 σχόλια:

  1. Δεν έφυγε ποτέ και από πουθενά .Ζει στις καρδιές μας και περπατάει μαζί μας στο μπεντένιΘοδωρής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλησπερα ...θα ηθελα να δωσω θερμα απο καρδιας συνχαρητηρια για αυτην την ιστιοσελιδα του καταξιωμενου πατριωτη μου αημνηστου Ν.Καζαντζακη...
    Επισης θα ηθελα να ρωτησω αν γνωριζεται να μου πειτε σε ποιον ανηκει η παρακατω ποιητικη φραση...
    ''Οπου αστοχησεις γυρισε και οπου πετυχεις φυγε''
    Σας ευχαριστω εκ των προταιρων...
    καλο καλο σας υπολοιπο...
    και παλι οφειλω ενα ευχαριστω για την αξιοσημειωτη αυτη σελιδα του Ν.Καζαντζακη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή