Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Ναι, το συνηθίσαμε και το προσπερνάμε, κάνοντας βόλτα πίσω από τις χαρούμενες μαμάδες και τους περήφανους μπαμπάδες που καμαρώνουν τα παιδιά τους στην παρέλαση, πίσω από τους έφηβους που βρίσκουν ευκαιρία για καφεδάκι και φλερτ, αργία βλέπεις, πίσω από κάποιους ξεχασμένους κάποιας ηλικίας που κάτι ίσως αναπολούν μα δεν μιλάνε, μόνο έχουν βλέμμα απόμακρο, ίσως και να κλαίνε μέσα τους. Μέρα Εθνικής Εορτής, ευκαιρία για δουλειές στο σπίτι, για καμιά μπυρίτσα, κι αν έπεφτε και μέρα Παρασκευή, ω χαρώ το..τριήμερη αργία.
Οι πολεμιστές της Αλβανίας και οι ανάπηροι πολέμου που είχαν πάντα την τιμητική τους πρώτοι πρώτοι στην παρέλαση, όλο και λιγόστευαν κάθε χρονιά...πέρσι ήταν μόνο ένας, σε αναπηρικό καροτσάκι, μόνος καταμεσής του δρόμου, και πίσω οι ερυθροσταυρίτισσες. Φέτος κανείς. Και οι μνήμες ξεθωριάζουν κι αυτές και οι εικόνες χάνονται, και μένει η ιστορία και κάποιες αφηγήσεις υπερήλικων πια που θυμούνται με κάθε λεπτομέρεια κάθε γεγονός που τους σημάδεψε.
Μιλούσα απόψε με το γυιό μου, διάβαζα εφημερίδα, ένα αφιέρωμα στον πόλεμο της Αλβανίας. Τον ρὠτησα αν ξέρει...μου απάντησε, "όχι ιδιαίτερα". Φυσικό μου φάνηκε, εδώ δεν ξέρουν για το Πολυτεχνείο, για την Αλβανία θα ήξεραν? Φυσικό, κι όμως απαράδεκτο. Του είπα..."έχω το ημερολόγιο του παππού σου, στα 27 του χρόνια ήταν αξιωματικός στο αλβανικό μέτωπο", με κοίταξε και φάνηκε να εντυπωσιάστηκε. Θέλησε να το δει και να το διαβάσει. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τα μισοσβυσμένα από τα χρόνια γράμματα, βιαστικά γραμμένα με μολύβι μωβ κακοξυσμένο μέσα στη σκηνή του εκεί ψηλά στα βουνά της Αλβανίας. Του διάβασα ένα μικρό απόσπασμα. Ζήτησε κι άλλο. Και μετά κι άλλο. Και τον είδα που ένοιωσε τη φρίκη, την απόγνωση, την ελπίδα, την απογοήτευση, τη μοναξιά, το φόβο, τη νοσταλγία...όπως γράφτηκαν πριν τόσα χρόνια εκεί στο μέτωπο μέσα στο χιόνι και τη λάσπη. Κι ένοιωσα κι εγώ με τη σειρά μου ελπίδα. Πως ίσως, λέει, η ιστορία είναι κάτι παραπάνω από γραφικές ολόιδιες κάθε χρονιά επετείους και πανηγύρια και πλαστικές σημαιούλες πεταμένες στους δρόμους όταν τελειώσει η μπάντα του δήμου και όλα καθήσουν ήσυχα στη θέση τους παρέα με μπυρίτσα και κουβεντούλα.

Από το ημερολόγιο του υπολοχαγού Σπύρου Σταρίδα:

"11η Φεβρουαρίου ώρα 14 πλαγιές Τρεμπεσίνας
Είμαστε τρυπωμένοι μέσα σ ένα λάκκο οι αξιωματικοί και οι φαντάροι, σαν τα σκουλίκια και καθόμαστε.
Αυτήν την ώρα έχουν σταματήσει τ αεροπλάνα.
Το πρωί πάλι κόλαση. Εχτύπησαν πάλι το Σύνταγμά μας. Τώρα κατεβάζουνε τους τραυματίες. Ο πρώτος ένα ψηλό παιδί ήτανε ωχρός σαν πεθαμένος. Του κοψε ολόκληρο το χέρι. Του το έδεσαν κακά κι έσταζε από το σκοτωμένο κρέας το αίμα.
Φρίκη & πάλι φρίκη.
Ο πόλεμος είναι σκληρός και απαίσιος και ωραίος μόνον στις εφημερίδες που γράφουν ψέμματα.
Μόνον ο εγωϊσμός με κρατεί και δίνω κουράγιο στους άνδρες μου. Κι αυτό μου φαίνεται τόσο κουτό γιατί δεν το πιστεύω.
Ακούγονται αεροπλάνα. Σε λίγο θα μας ξαναβομβαρδίσουν..."

"25 Μαρτίου 1941
Σήμερα έχουμε εθνική εορτή κι εγώ βρίσκομαι στο παρατηρητήριο. Χθες εκάψαμεν ο ουλαμός μας μια αποθήκη πυρομαχικών κι επήρε συγχαρητήρια, χάλασε ο κόσμος απ'τις εκρήξεις.
Ο πόλεμος της Αλβανίας μου φαίνεται πως θα λήξη πολύ γρήγορα για μας, με μια φυγή χωρίς να ξέρεις το τέλος, γράφοντας έτσι η Ελλάς μια σελίδα δόξας αλλά με πολύ αίμα.
Δίπλα μου έχω έναν δόκιμο Ηπειρώτη που αύριο θα τον στείλω στον Γολγοθά (Λούντρα -νορντ) για τους όλμους. Είναι ένα παιδάριο παντρεμμένος με ένα αγοράκι. Έξω έχει πιάσει μια μεγάλη καταχνιά.
Καταραμένη Τρεμπεσίνα.
ώρα 17η"

'Aσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Οδυσσέας Ελύτης, 1945


Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
-ο θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα,
καθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
στο θάνατο - κ' η μοίρα ό τι θέλει ας πεί.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κ' ηύρε το θάρρος,
καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
-κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
(Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...)

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
ύστερα σκόρπισε ο καπνός κ' η μέρα πήε δειλά
να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
-μολις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
κ' ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλομά του νύχια!

Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησε
μόλις είπανε "γεια παιδιά!" τα ματοτσίνορα
κ η απορία μαρμάρωσε...
Κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Αιώνες μαύροι γύρω του
αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
κ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
ακούν με προσοχή,
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
-όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
χωρίς άλλα κεριά,
κοίτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
κι ανάμεσα απ τα φρύδια
μικρό πικρό πηγάδι - δακτυλιά της μοίρας,
μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
από που τουφυγε η ζωή. Μην πήτε πως -
μην πήτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου!

Eτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια-
έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!



Πηνελόπη Δέλτα: ο πρώτος νεκρός τής Ελληνικής Αντιστάσεως


Τις ημέρες τής Γερμανικής προέλασης στή Γαλλία, σφίγγοντας μέ τά τρεμάμενα δάκτυλα τού αριστερού χεριού τό μολύβι στό δεξί της χέρι, η Πηνελόπη Δέλτα χαράζει στό ημερολόγιό της:

« ... 300.000 αιχμάλωτοι σέ 5 μέρες ... Όλα τά φρούρια, τά οχυρά, κατακτημένα ή παραδομένα αμαχητί ... Καί τό Παρίσι στά χέρια τους ... Τό Μεσολόγγι, τό Αρκάδι, τά Ψαρά, τό Σούλι, τάφηκαν μέσα στ' ανατιναγμένα τους μπαρούτια ... Πώς νά καταλάβομε μείς τό ταπεινό γκρέμισμα μιάς Γαλλίας μέσα σ' ένα μήνα; Τό Παρίσι δέν άξιζε νά καή, νά γίνη στάχτη μακάρι γιά νά σωθή η τιμή τής Γαλλίας;»

Κι όταν ήλθε η σειρά τής Ελλάδας, δέν μπόρεσε ν' αντέξει. Η συνθηκολόγηση ήταν γι' αυτήν αφόρητος πόνος. Η Πηνελόπη Δέλτα πήρε δηλητήριο στίς 10 τό πρωί τής 27ης Απριλίου 1941, την στιγμή όπου υψωνόταν στήν Ακρόπολη η γερμανική σημαία μέ τόν αγκυλωτό σταυρό. Καί αυτο-δηλητηριάσθηκε τήν ημέρα όπου μπήκαν οι Γερμανοί στήν Αθήνα. Τέλειωσε τη ζωή της μέ απόλυτη συνέπεια στίς αρχές της, εκείνη που εγραφε,
«Στόν κόσμο, υπάρχουν πράγματα, ιδέες, αρχές, ιδανικά, πίστες πού βαραίνουν περισσότερο από τήν ζωή».

Αναζήτησαν τίς κόρες της. Βρήκαν τήν Κα Ζάννα. Όταν τήν είδε, η μητέρα της τής είπε:
- Γιατί άφησες τήν δουλειά σου; Σέ χρειάζονται οι πληγωμένοι ...
Και μέ σβυσμένη φωνή, προσέθεσε:
- Νά μέ θάψετε στόν κήπο. Στήν ταφόπετρα νά γράψετε μόνο τήν λέξι: ΣΙΩΠΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου