Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009
Τότε που το αίμα της γενιάς μου έβαψε κόκκινη την Ελλάδα...36 χρόνια πριν.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου, "Πως φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής", Αθήνα 1975
" πυκνές δυνάμεις στρατού, μηχανοκινήτων και τανκς έχουν κυκλώσει από παντού το Πολυτεχνείο. Ένα τανκ, ξεμοναχιασμένο περιμένει σε λίγη απόσταση από την είσοδο. Ψηλά στα κάγκελα, στην είσοδο, παντού, κρέμονται αμέτρητοι σπουδαστές, φωνάζοντας: "είσαστε αδέλφια μας!".
Ο σταθμός εκπέμπει ακόμα. "μόνο τα στήθια μας, μόνο τα στήθια μας. Γυμνοί κι άοπλοι, μόνο τα στήθια μας γυμνά, στο παγωμένο μέταλλο των τανκς. Ελληνικέ λαέ! Τα γυμνά στήθια μας, το μόνο μας όπλο και την πίστη μας στον αγώνα. Ελληνικέ λαέ, σ' ευχαριστούμε που κατέβηκες στους δρόμους κι αγωνίζεσαι μαζί μας. Μείνε κοντά μας...".
Η φωνή του μπερδεύεται με μια γυναικεία, σπασμένη φωνή, που όσο περνούν τα λεπτά θρυμματίζεται. Ο άντρας, ένας έφεδρος λοχαγός, ξανάρχεται στο μικρόφωνο, "Ελληνικέ λαέ...σε γνωρίζω από την κόψη...". Χάνει τον επόμενο στίχο. Η φωνή του, αντρίκια, διαμελίζεται σα χάρτινη, λυωμένη από το ίδιο του το κλάμα. Ταυτόχρονα, σ' όλα τα σπίτια-θαρρείς όλης της γης- ξεσπάει ένας υπόκωφος θρήνος που συνοδεύεται από άγριες ριπές.
Το τανκ δίνει από τηλεβόα δέκα λεπτά καιρό στους "στασιαστές" να παραδοθούν. Σπουδαστές τρέχουν κατά μέσα να αναφέρουν στη συντονιστική επιτροπή του αγώνα. Πριν φτάσουν στο βάθος, ο αξιωματιμός των επιχειρήσεων δίνει εντολή στον οδηγό του τανκ να προχωρήσει. Ο φαντάρος ανοίγει τα χέρια του, προς τους σπουδαστές που μένουν σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα της πόρτας, για να καταλάβουν πως πρέπει να παραμερίσουν, γιατί πήρε διαταγή να προχωρήσει. Τα παιδιά μένουν στη θέση τους, " Χτυπάτε αδέλφια! Εμπρός!". Στον εξώστη αγόρια και κορίτσια τραγουδούν με φωνές σκληρές τον Εθνικό Ύμνο. Ο αξιωματικός του τανκ επαναλαβαίνει τη διαταγή και το τανκ ορμά γκρεμίζοντας την είσοδο, μαζί με το τελευταίο παληκάρι που αρνήθηκε ή δεν πρόλαβε να πηδήξει. Προχωρεί, συνθλίβει τη μπλε Μερσεντές του Πρύτανι, που πίσω της είναι οχυρωμένα άλλα παιδιά, ισοπεδώνει και το επόμενο αμάξι και σταματά. Πυροβολισμοί και πολυβολισμοί καταπίνουν τη λιπόθυμη στροφή, "και σαν πρώτα αντρειωμένοι...".
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανδρέα Ντούπα, "Αίμα για το Πολυτεχνείο", Αθήνα 1974
'Μούλεγες, θυμάμαι πατέρα, "Σώπα, μη μιλάς, γιατί εσύ δεν είδες τίποτα, δεν γνώρισες πείνα και πόλεμο, δεν είδες αδέλφια να σκοτώνονται μεταξύ τους, δεν είδες ανθρώπους να σφάζονται σαν αρνιά, ρώτα και τη μάνα σου που την έκλεισαν δεκαεφτά χρονών κορίτσι στο νεκροταφείο μέσα σε μια κάμαρα τόση δα, γεμάτη κόκκαλα πεθαμένων, όλη τη νύχτα μονάχη της, ρώτα τη".
Και κάθε φορά που τόλεγες πατέρα, κοίταζα τη μάνα μου τόσο, ώστε έφτανε να δω το πρόσωπό της να χαρακώνεται, τα χείλια της να τρέμουν και ν' αγριεύουν τα μάτια της.
Έβλεπα τον τρόμο που ανάδευε αργά το κορμί της κι έφτανε μια μόνο ματιά.
Και μετά έλεγες, "έτσι ήταν πάντα η Ελλάδα, δεν πρόκειται να την αλλάξεις εσύ κι έτσι θάναι για πολύ καιρό ακόμα, υπάρχουν συμφέροντα, άλλοι μας κυβερνάν. Μη μιλάς λοιπόν, κοίτα να τελειώσεις τη σχολή σου και να πιάσεις μια καλή δουλειά για να σε βλέπω να σε καμαρώνω πριν πεθάνω".
Τι μπορώ να πω εγώ πάνω σ' όλα αυτά πατέρα? Είναι η ατράνταχτη λογική της συμβουλής του γονιού στο παιδί του. Αλλά όχι πατέρα, χίλιες φορές όχι, να μη τά' βλεπα και να μη μιλούσα ποτέ.
Αλλά είδα, έμαθα.
Είδα όπως κάποτε κι εσύ, νέους άοπλους, αθώους, να τους σφάζουν σαν αρνιά, αδέλφια νάχουν για στόχους τους αδέλφια, άκουσα πάλι για μια κοπέλα δεκαεφτά χρονώ που τη σκότωσαν με απάνθρωπα χτυπήματα πάνω στο φορείο ενώ τη μετέφεραν λαβωμένη.
Άκουσα για παιδιά που τα χτύπαγαν αλύπητα, λες κι ήταν κουνέλια, στο σβέρκο μέχρι να πεθάνουν, τανκ ένα απ' όλα, πούκοψε στα δυο με μια ριπή του κάποιον μπροστά στα έντρομα μάτια του μικρού αγοριού του.
Τώρα δα σκέφτομαι τις μαριονέτες πατέρα, κείνες τις μικρές άψυχες κούκλες, που νήματα χωρίς να φαίνονται σχεδόν, τους δίνουν ζωή, τις κάνουν να περπατάν, να κινούνται, ακόμα και να σηκώνουν τα χείλια τους για να μιλήσουν.
Όχι, δεν χρειαζόμαστε και μεις τον ίδιο τρόπο για να ζήσουμε.
Εμείς είμαστε ζωντανοί, έχουμε ψυχή.
Δεν έχουμε ανάγκη να μας σηκώνουν τα χείλια για να μιλήσουμε, να κάνουμε φράσεις τις ιδέες μας, όλα αυτά που νοιώθουμε, μπορούμε κι από μόνοι μας.
Πρέπει να κόψουμε μια για πάντα αυτά τα αόρατα νήματα που μας κρατάν δεμένους και ρυθμίζουν τις κινήσεις μας, υφαίνοντας συνέχεια ιστούς συνομωσίας για την Ελλάδα και το λαό της, δουλεύοντας με συνέπεια και πίστη για τα ξένα συμφέροντα, τα συμφέροντα όπως τα λες κι εσύ. Πρέπει να τα κόψουμε μια για πάντα.
Κι όχι δεν θάμαστε για πάντα έτσι, δεν πρέπει να μαστε...
...Όλοι μας σκεφτόμαστε τη τρομοκρατία, το στυγνό φασισμό μέσα στις σχολές μας που θεωρούνται άσυλα, το ξύλο που' τρώγαν οι συνάδελφοί μας μπροστά στα μάτια των διορισμένων καθηγητών μας, την καταπίεση, τα βασανιστήρια, τις αστείες μαριονέτες που κυβερνούσαν τη χώρα μας, τη δική μας χώρα, πατέρα.
Όλα αυτά σκεφτόμαστε καθώς κατεβαίναμε, έχοντας φύγει από τη Νομική, την Πανεπιστημίου, το μεσημέρι της Τετάρτης για το Πολυτεχνείο.
Η αγωνία φούσκωνε στα στήθια μας κι είναι απίστευτο πατέρα, αλλά κείνα που θέλαμε κι αποζητάγαμε γίναν αυτές τις στιγμές μια και μόνο ιδέα, ένα συνολικό "θέλω" και υψώθηκε αντάρα στον ουρανό, μπλέκτηκε με τις ακτίνες η στριμωγμένη αγανάκτηση.
ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Κι έτσι ξεπεράσαμε το φόβο, όχι πως τον νικήσαμε, τον ξεπεράσαμε, γιατί βλέπαμε την ελπίδα στις φευγαλέες ματιές των ανθρώπων, δεν ήταν καθόλου εγωϊστικό που ξέραμε πολύ καλά τι εκπροσωπεύαμε κείνες τις στιγμές γι αυτόν τον ταλαιπωρημένο λαό.
Ο μαζωμένος τρόμος, πατέρα, φτάνει κάποια στιγμή και γίνεται ένα απίστευτο θάρρος, σπάει το φράγμα στο στήθος και την ενοχλητική αναγούλα στην κοιλιά, διαλύει τον κόμπο στο λαιμό που σ΄ εμποδίζει να καταπιείς.
Ναι, πατέρα, η μαζωμένη καταπίεση γίνεται μέσα σε μια στιγμή αφάνταστη λευτεριά.
Έτσι φτάσαμε στο Πολυτεχνείο, άλλωστε δεν είχαμε να διαλέξουμε κανέναν άλλο δρόμο, παρά μόνον αυτόν που οδηγούσε εκεί."
Ετικέτες
αφιερωματα,
ιστορία,
κειμενα,
μουσικη,
Πολυτεχνείο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου