Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Τείχη...με υπόκρουση τη σονάτα του σεληνόφωτος...



Μούχλιασα! Απόψε όλα μου φταίνε, η βροχή που υπό κανονικές συνθήκες λατρεύω, το τσιγάρο που κρατώ και καπνίζω μηχανικά πια μετά από 2 πακέτα, το άδειο πορτοφόλι μου που αναπαύεται στη γεμάτη άχρηστα πράγματα τσάντα μου, το ελεεινό dvd που δεν λέει να παίξει (φτηνιάρικο από εφημερίδα), οι αηδίες της τηλεόρασης, η περιφορά μου (σαν φυλακισμένος επιτάφιος) από δωμάτιο σε δωμάτιο σ’ αυτό το σπίτι που σιχάθηκε η ψυχή μου, το ουίσκι που πίνω και με ζαλίζει άσχημα…η μουσική που βαρέθηκα να με ταξιδεύει καθισμένη μπροστά σε μια οθόνη…η ανημποριά μου να αντιδράσω, θέλω να πάω για τσιγάρα αλλά ντρέπομαι τον περιπτερά… πόσες φορές του είπα, «σημείωσε τα…ξέχασα το πορτοφόλι μου», το ότι ξημερώνει Κυριακή κι εγώ ακόμα θα περιφέρομαι με τσιγάρα και καφέ το πρωί, τσιγάρα και ουίσκι το βράδυ…
Πώς άλλαξα έτσι; Πώς έγινα έτσι; Πώς επέτρεψα να καταντήσω έτσι;
Αρπάζομαι από τη στιγμή για να γελάσω κι ύστερα πάλι σκέφτομαι…τι κάνω; Τι δεν κάνω; Τι θα μπορούσα να κάνω και απλά αφήνομαι να με παρασέρνει ο χρόνος;
Γερνάω;
Ναι, γερνάω…και φοβάμαι…και θέλω ν’ αγαπήσω ξανά μα δεν μπορώ…και τρομάζω στη σκέψη πως είμαι ορφανή από ασφάλεια, ορφανή από αγάπη, ορφανή από υγεία, ορφανή από αισθήματα και επιθυμίες…
Μη το πείτε…μη πείτε τη λέξη σας παρακαλώ…δεν είναι αυτό…είναι η ανθρώπινη αδυναμία της στιγμής κι αύριο ίσως…ίσως λέμε…όλα να’ναι καλύτερα.
Θέλω να κοιμηθώ, ξέρω όμως ότι θα έχω ανήσυχο ύπνο, άσχημα όνειρα, ότι θα κάνω σβούρες στο κρεβάτι και όλα θα μου φταίνε, το μαξιλάρι, το πάπλωμα, η αντανάκλαση των φώτων του δρόμου στο δωμάτιο, το κλάμα του μωρού απέναντι…μέχρι να μην αντέχω πια…να θέλω απεγνωσμένα να σηκωθώ, να ντυθώ, να πάω στο μπαρ της γωνιάς και να νοιώσω γυναίκα, αλλά είπαμε…το πορτοφόλι μου κοιμάται ύπνο βαθύ…
Όχι, δεν είμαι μόνη….
Ναι, είμαι μόνη…
Κατάφερα να είμαι μόνη ανάμεσα σε τόσο κόσμο που σκοντάφτω πάνω του σ’ αυτά τα γνώριμα δωμάτια…
Μια γουλιά ακόμα. Ένα τσιγάρο ακόμα. 1.05 μεσάνυχτα, νωρίς…
Ώρες έως να ξημερώσει Κυριακή, αργεί…


Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ, τείχη μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι κι απελπίζομαι τώρα εδώ.Άλλο δεν σκέπτομαι, τον νούν μου τρώγει αυτή η τύχη.
Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον
Ά! όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω... Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

1 σχόλιο:

  1. δεν εισαι μονη......στα δικα μας κλουβια....κα μεις μοιρολογαμε....

    ΑπάντησηΔιαγραφή