Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)


"Τάκης Σινόπουλος
Νέο βλέμμα: 25 χρόνια μετά τον θάνατό του
Του Γιώργου Λίλλη

Η γενική εικόνα που αφήνει στα ποιήματα του ο Τάκης Σινόπουλος (1917-1981) είναι εκείνη ενός ανθρώπου που βίωσε οριακά τον έρωτα και τον θάνατο. Ποιητής έντονα δραματικός, αναζήτησε τις ρίζες του ανθρώπινου και με την επιμονή λεπτολόγου την ενέταξε στην ποιητική σκευή του. Βαθύτατα λυρικός, με περιγραφές και εικονοπλασία που εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο του παράδοξου, η ποίηση του Σινόπουλου κυοφορεί την κορύφωση του αδιέξοδου, ενώ ο αφηγηματικός του λόγος ανυψώνεται πνευματικά σε μια δραστική γλώσσα, άμεση, καθόλου βερμπαλιστική, έντονα προσωποκεντρική. Το ταλέντο του Σινόπουλου να σκηνοθετεί τα ποιήματά του, καταγράφοντας συνήθως τραγικές ιστορίες οι οποίες κορυφώνονται σ' ένα ανοιχτό δραματικό τοπίο, δημιουργούν στα ποιήματά του ένα κόσμο που διανύει τη δική του αποκλειστική ιστορία έξω από τον χρόνο και τον χώρο. Η διαχρονικότητα των ποιημάτων αυτών έγκειται στο στοιχείο της ανατομίας του ανθρώπινου ψυχισμού κι όχι στα γεγονότα αυτά καθαυτά που το επηρέασαν.
Ο Σινόπουλος έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός από το 1941. Λίγο αργότερα καταδιώχθηκε και φυλακίστηκε ως αντιστασιακός. Ακολούθησε ο Εμφύλιος. Θα ήταν αδιανόητο να περάσουν απαρατήρητα όλα αυτά τα γεγονότα από έναν ποιητή που ήταν προσκολλημένος στην καταγραφή του προσωπικού του δράματος, ενός ανθρώπου που «έχτισε» τα ποιήματά του με τα ίδια «υλικά» που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του. Ο Σινόπουλος είναι ένας γήινος, αισθαντικός κι αυθεντικός. Επέλεξε να μιλήσει με τις εσωτερικές φωνές του, να φανερώσει ή μάλλον να εξοστρακίσει τους φόβους που τον βασάνιζαν, να τους εξανθρωπίσει, να τους ματαιώσει. Ομως, όσον αφορά τα γεγονότα που έζησε, τα οποία πολλές φορές παίζουν τον ρόλο σκηνικού στα ποιήματά του, δεν παραμένουν απλώς στιγμιότυπα ή αναπαραστάσεις της συλλογικής μνήμης, ειδικά σε σχέση με τον πόλεμο και τη βίωση της βίας και του θανάτου, αλλά μετουσιώνονται σε ποιητικές καταστάσεις. Οι λέξεις αντιστέκονται, μάχονται, εγκιβωτίζουν τη δύναμη του δημιουργού τους. Κι από αυτή τη σκοπιά αναλύει τον εαυτό του, μεταχειρίζεται την ποίηση ως κάτοπτρο.
Από την άλλη, τα ερωτικά του ποιήματα εντάσσονται επίσης σ΄ ένα περιβάλλον θλίψης, άρνησης και αυτοκαταστροφής˙ σ' έναν ερειπωμένο τόπο όπου το ερωτικό στοιχείο «διακοσμεί» το αναίτιο της ανθρώπινης ήττας απέναντι στην αληθινή αγάπη. Η φωνή του ποιητή, άλλοτε μελωδική, άλλοτε σκληρή ή τραχιά, κατακτά, στα οριακά της σημεία, μια λυρική κορύφωση που λιγοστές φορές έχει επιτευχθεί με τέτοιον έντονο τρόπο στα νεοελληνικά γράμματα. Η επινοητικότητα να εντάξει στη γραφή του έναν δραματικό τόνο που οδηγεί μέσω της εικονογραφίας του στην πιστή αναπαράσταση εξωτερικών καταστάσεων, συνάμα μ΄ έναν ονειρώδη ψυχισμό που καταγράφεται μ΄ έναν ιδιαίτερα λεπτό λυρισμό, αντιτιθέμενο στον ρεαλισμό, ο Σινόπουλος πλάθει έναν ετερόκλιτο ποιητικό κόσμο που αγγίζει το πραγματικό και το φανταστικό ενώνοντάς το με επιτυχία.
Η παρούσα ανθολογία δεν εξαντλεί την ποιητική παραγωγή του αλλ' αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή, πάντοτε στο πλαίσιο του προσωπικού γούστου του υπογράφοντος ανθολόγου, για να εντοπιστεί η κοσμοθεωρία του ποιητή, οι εμμονές του, ο πυρήνας της δραματουργίας του, όπως και ο τρόπος με τον οποιο επεκτάθηκε στη συνολική συγγραφική παρουσία του."
ΠΗΓΗ: http://www.poema.gr/



"ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ή ο Εμφύλιος ως καθολική ήττα
του Χρίστου Ρουμελιωτάκη

Στο μυαλό μου γυρίζει η πρώτη επίσκεψή μου στο σπίτι του - έμενε τότε στην Αγίας Αναστασίας 7, αριστερά καθώς ανεβαίνουμε προς την εκκλησία, στον Περισσό. Είχε μόλις κυκλοφορήσει "Η Γνωριμία με τον Μαξ" και μου τη χάρισε. Εντύπωση μου έκανε το αιματώδες μούτρο του - τη λέξη «μούτρο» δεν την σκέφτηκα τότε, την συνάντησα αργότερα πολλές φορές στα ποιήματά του μαζί με άλλες λέξεις και εκφράσεις "αντιποιητικές". Αργότερα επίσης κατάλαβα το γιατί αυτές οι λέξεις οι "αντιποιητικές".
1. Η νεότερη ιστορία μας είναι ποτισμένη από το αίμα, το αίμα για τη Λευτεριά αλλά και με το χυμένο αίμα το σπαταλημένο. Ειδικότερα από το ´40 και μετά, τη φοβερή εποχή της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Ο Σινόπουλος είναι μπλεγμένος στα βρόχια της Ιστορίας, είναι ο ποιητής του αίματος, του αδελφικού αίματος, του Εμφυλίου.
Μπορείς να διαβάσεις χιλιάδες σελίδες, όσες δηλαδή έχουν γραφτεί και όσες θα γραφτούν, να μελετήσεις τα αίτια και τις αφορμές, τα γεγονότα και τους αριθμούς αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να καταλάβεις τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, αν δεν σου έχει δοθεί η χάρη να γνωρίσεις τη νεότερη ποίησή μας. Εκεί, μόνον εκεί, βρίσκεται ατόφια η φοβερή Εποχή.
Ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης, ο Άρης Αλεξάνδρου δίνουν πτυχές της φοβερής αυτής εποχής. Το ίδιο και άλλοι, όπως ο Δούκαρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Τίτος Πατρίκιος. Από τη σκοπιά τους και από τη θέση του ο καθένας. Από τη σκοπιά της επικείμενης ήττας, της συντελεσμένης ήττας, της εσωτερικής ήττας. Ο Σινόπουλος, μόνος αυτός, βιώνει τον Εμφύλιο, στον οποίο έλαβε μέρος ως στρατιωτικός γιατρός, ως καθολική ήττα και ως τραγωδία αμφίπλευρη. Μερικές φορές μάλιστα, τολμώ να πω, με μια Αισχύλια τόλμη, έστω και με κάποια υποχώρηση στον ρερητορευμένο λόγο.
2. Οι ποιητές δημιουργούν τον κόσμο. Ένα κόσμο δωματίου οι ελάσσονες, ένα κόσμο ευρύχωρο οι μείζονες, το ίδιο το Σύμπαν με τον ουρανό και τα’ αστέρια, τη γη και τα υπό την γη οι ποιητές - νομοθέτες. Ο Τάκης Σινόπουλος, μείζων εκ του αποτελέσματος ποιητής, έχει δεδομένο τον κόσμο του, δεν τον δημιουργεί, τον αναπλάθειŸ και δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν. Είναι η Έρημη Χώρα του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής εποχής. Ένα τοπίο θανάτου είναι η πατρίδα που κατοικεί.
Τον κόσμο αυτόν δεν προσπαθεί ούτε να τον εξηγήσει ούτε να τον αλλάξει. Αφήνει την εξήγηση στον αναγνώστη και δεν φαίνεται να πιστεύει στην ανατροπή, παρά το ότι μερικές φορές ελπίζει, όπως ο Τσέχωφ, σ’ ένα μακρινό καλύτερο κόσμο. Απλώς τον βιώνει σε κάθε βήμα του. Ακόμη και στο δωμάτιο του έρωτα.
3. Ένα τοπίο θανάτου, μια έρημη, μια καθημαγμένη χώρα. Ναι, αλλά με ποιο τρόπο (γιατί αυτό έχει σημασία για την ποίηση) και με ποια μέσα; Περνώντας από τον Έλιοτ και τον Σεφέρη, τα cantos του Πάουντ, τους τρόπους του Pierre Zean Zouve, τους Γάλλους ποιητές που μετέφρασε και απορροφώντας με άνεση, τις ποικίλες αυτές επιδράσεις.
Και το πετυχαίνει, όχι μόνο χάρις στο ισχυρό ταλέντο του αλλά και χάρις στη μελέτη και τη γνώση της ποίησης και της ιστορίας της τέχνης. Χάρις στον αγώνα και την αγωνία του να κατακτήσει μια γλώσσα δική του, που θα στοιχείται με τον κόσμο του. Εξ ου και οι "αντιποιητικές" λέξεις και οι εκφράσεις. Ήξερε ο Σινόπουλος πως το παιγνίδι, αν δεν είσαι ο Ρεμπώ, το κερδίζουν οι σοφοί ποιητές: ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σεφέρης. Δεν ήταν ο Ρεμπώ, ήταν όμως ένας σοφός ποιητής. Από τον Έλιοτ απέσπασε την τέχνη της οργάνωσης του ποιήματος, από τον υπερρεαλισμό την περιπέτεια των συνειρμών, από την τέχνη του κινηματογράφου την τεχνική του φλας-μπακ. Έτσι, με αγώνα και αγωνία και ανασκάπτοντας συνεχώς τον εαυτό του, έφτασε εκεί που έφτασε, στον "Νεκρόδειπνο" δηλαδή και στο "Χρονικό" ¯ ορόσημα στην ποίηση και στην αυτογνωσία μας.
4. Είναι λάθος (το έχουμε διαπράξει πολλοί) να βλέπουμε στην ποίηση του Σινόπουλου σταθμούς - η εποχή του Έλιοτ κ.λπ. Είναι μια ποίηση εν προόδω, "μια Νέκυια εν προόδω", όπως γράφει ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης, "ή μάλλον αυτό που συντομογραφικά μπορούμε να ονομάσουμε εμπειρία του Ελπήνορα". Το ένα ποίημα περιέχει το άλλο, το επόμενο προϋποθέτει το προηγούμενο. Χωρίς το "Μεταίχμιο" (1951) δεν μπορεί να υπάρξει ο "Νεκρόδειπνος" (1972). Και δεν είναι τυχαίο που το πρώτο ποίημα στο "Μεταίχμιο" επιγράφεται "Νεκρόδειπνος". Όπως δεν είναι τυχαίο που ο Ελπήνωρ του πρώτου αυτού ποιήματος είναι, (όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής), ο Φίλιππος, που τον συναντούμε στα επόμενα ποιήματά του να έρχεται και να επανέρχεται. Ο Φίλιππος, χαρακτηριστικό παράδειγμα και επιβεβαίωση αυτής της εκδοχής, εμφανίζεται πρώτη φορά στο "Μεταίχμιο" (1951), τον ξανασυναντούμε στα "Άσματα" (1953) - στο τέταρτο και στο ενδέκατο άσμα - τον βασανίζει με ένα ακέραιο ποίημα στο "Μεταίχμιο Β´" (1957), ενώ στο "Χρονικό" (1978) εμφανίζεται στο εισαγωγικό ποίημα "Καταγωγή".
5. Ποιος ήταν ο Φίλιππος και γιατί τον βασάνισε; Ο Φίλιππος, (σύγχρονο πρόσωπο, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής), ήταν η άλλη, η ελλείπουσα συνιστώσα της ζωής του. Η παραπληρωματική. Αυτή που την απώθησε στο ασυνείδητο, που δεν την τόλμησε, και που ερχόταν στους εφιάλτες του και τον βασάνιζε.
Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Φίλιππος και γιατί τον βασάνισε σ’ όλη του τη ζωή; Και ποια ήταν η κούφια Λάρισα;
Το ποιος ήταν και το πώς μπήκε στην ποίησή του μας το λέει ο ίδιος ο ποιητής σε μια δημόσια εξομολόγησή του : "Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι του 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας από το Πεδίο του Άρεως, κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της Κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος και η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή, που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φρικτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον "Ελπήνορα". Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο της ποίησής μου".
Το γιατί τον βασάνισε θα το καταλάβουμε άμεσα μεν αν έχουμε υπ’ όψιν μας την εξομολόγηση του ίδιου του ποιητή σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό "Διαβάζω" λίγο πριν από το θάνατό του ("λουφάξαμε στην Κατοχή...", λέει) και αν την συνδυάσουμε με την αντιστασιακή δράση του Φώτου Πασχαλινού και το θάνατό του, έμμεσα δε αλλά βαθύτερα αν συνδυάσουμε τους στίχους του Σινόπουλου για τον Ελπήνορα-Φίλιππο με δυο στίχους του Φώτου Πασχαλινού, που έχει περιλάβει στην προσωπική του ανθολογία ο Μανόλης Αναγνωστάκης.

... Η βροχή δεν είναι για παιδιά
κι ούτε και το χιόνι για παιγνίδι.

Ο Φίλιππος, το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Ο Τάκης Σινόπουλος το δικό του αίμα ακούγοντας έμεινε μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας μέσα στην κούφια Λάρισα.
Και ποια ήταν η κούφια Λάρισα; Ίσως η Λάρισα του Εμφυλίου, ίσως ο Περισσός, όπου εγκαταστάθηκε από το 1951, και οπωσδήποτε η ζωή ενός γιατρού του Ι.Κ.Α. σε μια συνοικία και όσα αυτό συνεπάγεται για έναν ευαίσθητο άνθρωπο.
6. Ο Τάκης Σινόπουλος ήταν ποιητής του βιώματος, γιατί ήξερε πως χωρίς το βίωμα δεν υπάρχει ποίηση, υπάρχουν απλώς θεωρίες και απόψεις που έρχονται και παρέρχονται. Ο Φίλιππος ήταν το δικό του βίωμα, το μεταλλείο δηλαδή από το οποίο ανασκάπτοντας, με τον καιρό, με γνώση και με τόλμη, εξόρυξε πολύτιμο μέταλλο.
Ο Τάκης Σινόπουλος, στοιχούμενος ως προς αυτό με τον Ρίλκε, αισθανόταν πώς πετάνε τα πουλιά, ήξερε την κίνηση με την οποία ανοίγουν τα μικρά λουλούδια, ήξερε τα ποτάμια και τις πηγές τους και γνώριζε πολλές πόλεις και ανθρώπους. Όχι ως περιηγητής αμέριμνος αλλ’ ως συμμέτοχος στη ζωή τους. Και το κυριότερο, είχε παρασταθεί σε ετοιμοθάνατους, είχε ξενυχτήσει νεκρούς και ήξερε να περιμένει. Κι όταν οι αναμνήσεις του είχαν γίνει αίμα, βλέμμα και χειρονομία, 20 χρόνια μετά την εμπειρία του Εμφυλίου, ευτύχησε να γράψει το "Νεκρόδειπνο" και το "Χρονικό".
7. Θα συνοψίσω όσα ισχυρίσθηκα με λίγους στίχους του ίδιου του ποιητή.

Είδα την πλάτη που τη σημαδεύει το ντουφέκι
είδα σαράντα χρόνια ματωμένο το πουκάμισο.
Τι να ξεκαθαρίσω; τι να αποκριθώ;
*
Υπάρχει ένα φαρμάκι μέσα μου, που δεν εξαγοράζεται με τίποτε.
*
ή ας πούμε ένα προσκύνημα στη φοβερή ιστορία.

8. Γράφοντας αυτά που παραπάνω ανέφερα είχα τον φόβο ότι κάνω μια πολύ προσωπική ανάγνωση του ποιητή, ότι τον φέρνω πολύ στα μέτρα μου. Αλλά παρηγορήθηκα και ο φόβος μου διασκεδάστηκε, όταν, διαβάζοντας ένα δοκίμιο του Σινόπουλου για τον Σεφέρη, είδα ότι τον ίδιο φόβο είχε και αυτός για τη δική του ανάγνωση. "Το έργο διαρκεί εφ’ όσον είναι άξιο να φαίνεται σε μας διαφορετικό απ’ ό,τι το θέλησε ο δημιουργός του", γράφει ο Valery και το υιοθετεί αναφέροντάς το ο Σινόπουλος.

Πηγαίνω συχνά στο σπίτι που έμενε ο Τάκης Σινόπουλος με την άχρι θανάτου αφοσιωμένη Μαρία, στον Περισσό πάντοτε, στην οδόν Τάκη Σινόπουλου (πρώην Ναζλή) 22, όπου στεγάζεται το φερώνυμο Ίδρυμα ("Τάκης Σινόπουλος - Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης"). Βλέπω το γραφείο του, την τσάντα του με τα ιατρικά ακουστικά, το κασκέτο και το μπαστούνι του. Όπως τα άφησε.
Εδώ στοχάζομαι δεν θα ξανάρθει ο Φίλιππος.
Και τα νέα παιδιά που μαζεύονται εκεί και διαβάζουν τα ποιήματά τους, πόσο μπορούν να δουν άραγε τους νεκρούς που υπερίπτανται στο δωμάτιο; Και το αίμα, το χυμένο αίμα, το σπαταλημένο."
ΠΗΓΗ: http://poeticanet.com/


Εργογραφία

Ι.Ποίηση
• Μεταίχμιο. Αθήνα, 1951.
• Άσματα (I-XI). Αθήνα, 1953.
• Η γνωριμία με τον Μαξ. Αθήνα, Οι φίλοι της λογοτεχνίας, 1956.
• Ελένη. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Μεταίχμιο Β΄ (1949-1955). Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Η νύχτα και η αντίστιξη. Αθήνα, 1959.
• Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου. Αθήνα, 1961.
• Η ποίηση της ποίησης. Αθήνα, 1964.
• Νεκρόδειπνος. Αθήνα, 1970.
• Πέτρες. Αθήνα, 1972.
• Νεκρόδειπνος και άλλα συναφή ποιήματα. Αθήνα, Ερμής, 1972.
• Το χρονικό. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
• Ο χάρτης. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
ΙΙ.Πεζά
• Νυχτολόγιο. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
ΙΙΙ.Μελέτες
• Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, 1984.
ΙV.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Συλλογή 1, 1951-1964. Αθήνα, Ερμής, 1976.
• Συλλογή 2, 1965-1980. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Το γκρίζο φως • Και οχτώ πίνακες • Δ.Ν.Μαρωνίτης • Πρώτη ανάγνωση. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
• Παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στο ποίημα Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου μετά την έκδοση του βιβλίου 1 Δεκεμβρίου 1962. Μεταγραφή και φιλολογική επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης. Αθήνα, 1987. 1. Βλ. και Γρηγοριάδου Όλγα, « Τάκη Σινόπουλου (1951-1995)• Αυτοτελείς εκδόσεις», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής6, περ.Γ΄, 1998-1999, σ.221-261.


Από το «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ» (1951)
Ιωάννα (απόσπασμα)



Ι
Ο τοίχος ήτανε βαρύς άσπρος κάτω τ΄ αυλάκι
με το χορτάρι και το βρώμικο νερό κι απάνω
κοντά στο φοβερό καζάνι με τη σκοτεινή φωτιά
καθόταν η Ιωάννα. Πίσω σάλευαν αλλόκοτες
κι όμορφες σκιές. Μια μια περνούσε
μπροστά κι Αυτή με τη βαριά κουτάλα
εβούταγε κι εμοίραζεν αμίλητη. Ο αγέρας
πηχτός ακινητούσε ολόγυρα. Καμιά κραυγή
δεν έσκιζε το λασπωμένο φως μονάχα
ο αβέβαιος ψίθυρος από τις σκιές που πλήθαιναν
ολοένα και γιομίζανε το χώρο εκείνο.
Κι εγώ ήμουνα στο δρόμο. Που τον γνώρισα
το δρόμο αυτό κι ανατριχιάζω τώρα
που επήξανε μέσα μου ασάλευτες οι μνήμες;
Την κοίταγα βαθιά κι αχόρταγα μα Εκείνη
βασανισμένη από μια θλίψη ολότελα θανάσιμη
δεν ένιωθε δεν πρόσεχε κι όσο κι αν αγωνιζόμουν
ποτέ το βλέμμα μου δεν έσμιξε το βλέμμα της
το καυτερό. Τριγύρα στάλαζε αγωνία πηχτή
κι αιώνια. Ξάφνου - πόσος πέρασε καιρός;
τα χείλη της σαλέψανε κι άκουσα σα να γύρισα
σε χρόνια βυθισμένα μέσα σε τόσες καταχνιές
μουρμουριστή βαθιά όλο πάθος τη φωνή της:
Φίλε μου κοίταξε τη ζωή μοιράζω με τα χέρια μου
στις σκιές τη ζωή που ζώντας την εζύγιασα
στην πλάστιγγα και βάραινε στο μέρος της φθοράς.
Ετσι μίλησε κι όρμησαν φρικιαστικές μέσα μου οι μνήμες.
Ομως παράξενο τα μάτια της δεν κοίταγαν εμένα
μόνο πέφτανε δίπλα μου σαν νάταν κάποιος άλλος
κι εκείνον έκραζε με τέτοια σκοτεινή λαχτάρα: Φίλε.
Ωστόσο τίποτα δεν σάλεψε μες στην σιγή. Καμιά
δεν έφθασεν απόκριση για Εκείνη. Τότε γύρισα
με δύναμη να ιδώ ποιος ήταν που δε μίλησε.
Κανείς. Μήτε ίσκιος, μήτε σώμα δε φαινόταν.
Ο δρόμος έρημος εγώ καταμεσής. Η Ιωάννα
τυραννισμένη από έναν πόνο οξύ είχε σκύψει το κεφάλι
κι εβούταγε κι εμοίραζε κι οι σκιές
πληθαίνανε και προχωρούσανε και διάβαιναν
αδιάκοπα μπροστά της.
Ξάφνου αναπάντεχα σαν από μιαν αόρατη θύρα
πρόβαλε ο εφιάλτης του παλιού καιρού η φριχτή της μάνα
με τα φαρμακερά στενά και ρουφηγμένα χείλη
μυξιάρα ζαρωμένη κι άπλυτη καθώς συνήθιζε
κι έσκυψε πάνω απ΄ το κορμί της Ιωάννας και την κοίταγε
καθώς εκοίταγε άπληστα το καθετί. Και τότε
τρομάζοντας βαθιά και σκοτεινά φώναξα: Ιωάννα
Ιωάννα στρίψε τα μάτια σου τα οδυνηρά σε μένα.
Δεν άκουσε. Δεν γύρισε. Κι όταν απαυδισμένος
δοκίμασα να κράξω πάλε Ιωάννα δεν επρόφτασα.
Μεμιάς σκοτείδιασε και μες στο σκότος σβήσαν όλα
κι η Ιωάννα βρέθηκε στο δρόμο και κοντά της
ένα υποκείμενο ξεφύτρωσε που κάπου τόχα ιδεί
κάποτε που τριγύριζα σε συνοικίες φονιάδων
με μούτρο πράσινο και μαύρα λιγδερά μαλλιά.
Πέρασαν δίπλα μου τα μάτια μου γυρέψανε
τα μάτια της. Δεν έστριψεν η θλίψη ολοένα
και πιο βαθιά χαράκωνε το χλωμό πρόσωπό της.
Η νύχτα έπεφτε γύρα εφιαλτική κι όταν εφτάσανε
στου δρόμου την καμπή φάνηκε κάποιος τρίτος
-κάπου τον ήξερα κι αυτόν έμοιαζε καταδότης.
Τη βάλανε στη μέση και προχώραγαν και ξάφνου
καθώς ένα βαθύ μαύρο φτιασιδωμένο φως ερχόταν
από ψηλά και χύνονταν απάνω τους η Ιωάννα
ξάφνου σωριάστηκε μα πάλε αρπάχτηκε βαριά
στον ένα απάνου κι ύστερα ρυτιδωμένη ρυπαρή
κουβάρι μαύρο ολόμαυρο χωρίς ποδάρια πιά
με δύο ξύλινα δεκανίκια τρίκλιζε και προχωρούσε
μες στο πηχτό σκοτάδι εκεί που έστριβε ο δρόμος.
Και τότες έκραξα δε βάσταξα με τρομερή κραυγή:
Ιωάννα! και σφάλιξαν τα μάτια μου κι ο νους μου θόλωσε
κι όταν πια ο αγέρας με συνέφερε που εφύσαγε
πρώτη φορά πάνω στη γη τόσο ταχύς και διάφανος
ένα αγνό φως χλιαρό βαλσαμικό στάλαζε εντός μου
βοτάνι μαγικό για μια θανατερήν αρρώστια.

Από το «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β΄» (1957)
Αφθονη μέρα



6.30 π.μ.
Κάπου πιο εδώ στοχάζομαι θάναι τα κόκκινα νησιά.
Ελαμπε τ΄ ακρογιάλι μυτερό. Κανείς δε συμβιβάζονταν
με τις οξύτητες με τα γυμνά με τ΄ απερίσκεπτα χαμόγελα.
Τα πρόσωπα χανόνταν απ΄ τα μάτια μου -
δεν ήμουν σίγουρος - σ΄ ένα σκοτάδι με κοιλότητες.
Ο ήλιος ήρθε μακρύς μακρύς κατάπινε όλο το τοπίο.
Υστερα πνίγηκε χορτάτος στη φωτιά
με μια σπουδαία κίνηση. Τότε μεμιάς κολύμπησα
κι εβρέθηκα γυμνός πάνω στους ώμους της αυγής.
8.30 π.μ.
Ηρεμη λησμονιά. Σίγουρο λίκνισμα στην ύλη
πρώτη φορά ιδωμένη σήμερα σε τόσο φως. Ο δρόμος
αίθριος άνοιγε τη διχάλα του περνούσαν ίσκιοι.
Μετά από τόση ταραχή κόσμος περιστρεφόμενος
γύρω από το νερό. Αρμολογημένη η σάρκα μου
με τα κατάλοιπα της νύχτας και με τ΄ αρχικά
στοιχεία της σύνθεσής μου ισοδυναμεί με 8.30΄.
Αρχίζοντας πάντα τελειώνουμε την ώρα τούτη -
συγκέντρωση και διασπορά ένα νόμισμα με δύο πλευρές.
2.30 π.μ.
Α, προπαντός δροσιά! Και στόχαση μέχρι θανάτου.
Ο θάνατος και το νερό γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Κι εγώ είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός.
Τα σώματα που με βασάνισαν λάμπουν εξόριστα έξω.
Μα το δικό μου τόκλεισα στων γεγονότων τη σειρά
και το λησμόνησα. Το βρέχουν όμως τα όνειρα. Και πρέπει
με κάθε τρόπο να κωπηλατήσω. Να υπολογιστεί
το ανέβασμα και το κατέβασμα από τ' άλλο μέρος
του σκοταδιού - σωσίβια και στόχαση περί θανάτου.
Α, προπαντός δροσιά και στόχαση περί θανάτου.
Κι ύστερα ας κρατηθούν ψηλά τα λόγια που επιπλεύσανε.
8.30 π.μ.
Ζήσε ξανά την όρασή σου την ακοή σου την αφή σου και τη γεύση
σου.
Ξανά από την αρχή από την πρώτη νύχτα που γεννήθηκαν.
Γιατί το ξέρεις μέρα δεν υπάρχει είναι το δόλωμα
για να γλιστρήσεις πάλι προς τη νύχτα να αιχμαλωτιστείς
απ' την παγίδα τούτη που σε σφίγγει κι είναι η μοίρα σου.
Καμιά ξεκούραση και περισυλλογή καμιά δε σου προσφέρεται
όπως μετατοπίζοντας το παρελθόν και το παρόν μέσα στο μέλλον σου
οι αισθήσεις σου έρχονται ξανά γυμνές και τερατώδεις έννοιες
αχόρταγες η αφή σου η γεύση σου η όραση κι η ακοή σου.
12.30 μ.μ.
Η λάμπα με φωτίζει απ΄ τόνα μέρος και τα πρόσωπα
στο βάθος θορυβούν φοβούνται τα όνειρα δε συμμετέχουν.
Τεμαχισμένος γύρεψα να μπούνε στη σειρά να γαληνέψουν.
Θα ξανασυνδεθώ μαζί σας είπα όταν θα με πλημμυρίσει η αυγή.
Τώρα ανεβαίνουν μέσα μου και κατεβαίνουν τούτοι οι αμίλητοι
φρουροί που με φωνάζουν άγγελο και δαίμονα.
Ετσι διαχωρισμένος δεν μπορώ. Τα λάθη με πεθαίνουν.
Ακίνητος κοιτάζω το αίμα μου ν΄ ανάβει σιγανές πυρές
και ξάφνου να φωτίζονται φρικιαστικά ενδεχόμενα. Και δεν αντέχω.
Η ανάσα μου πνιγμένη από αριθμούς προσθήκες και σβησίματα
πρέπει να ξαναβρεί τους πνεύμονές μου ορθούς όταν ξυπνήσει.

Από τη «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ» (1959)
Το σώμα και το μηδέν



Ονειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.
Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.

Από τις «ΠΕΤΡΕΣ» (1972)
Απολογισμός



Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό; Το κάθισμα και τ΄ άλλο
κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα.
Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα
πουλιά του.
Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-
θούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.
Ο,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν΄ ακούγεται, μόλις
ακούγεται μέσα στις λέξεις.
Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση, προ-
πάντων η παραίτηση.
Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η
πέτρα έχει σκιά, τ΄ αγκάθι έχει φεγγάρι,
ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ΄ τα δόντια του δά-
σους,
η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια
στάλα μαύρο νερό.
Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;

Από τον «ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟ» (1981)
Tο τραίνο



Δεν τα κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, και-
γότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μία κόλαση, πλάγιασε
πάλι, απέναντι η Φανή,
το μάτι της Φανής ασάλευτο στο κάντρο, χρόνια δε-
καεφτά που πέθανε, κι όξω απ΄ την κάμαρα ο σταθμός,
σακατεμένες μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.
Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέ-
ταρτο, τότε το τραίνο κίνησε νυστάζοντα, κι άκουγες
τους αρμούς τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, κι από τα
σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός, κι από τα δέντρα πίσω
ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας
την κατηφόρα, χώματα ξερότοποι, κι αυτός σκυμένος
στο παράθυρο, μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής
εκείνη η ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το μού-
τρο της, να σύρει τη βαρειά αλυσίδα, ο δρόμος ανοιχτός
και η άσφαλτο, κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος στη
γαρουφαλιά, το τραίνο παίρνοντας
την άλλη κατηφόρα, ίσια γραμμή, δεξιά το πεύκο βύ-
ζαινε το φως, και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό
γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θά-
λασσα, κι ο λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική
συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του καίγοντας, στον
ήλιο καίγοντας.
Ετσι γυμνός ανάσκελα, χωμένος μες στο καλοκαίρι,
βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και τζιτζί-
κια το κεφάλι του πριζότανε.
Χιλιάδες σπίθες στο εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντί-
λαλοι, κι όξω στον άμμο ένα μεγάλο φως, πλατύ χω-
ράφι αθέριστο, γιομάτο φως, κι εκείνος,
έτσι πρησμένος και γυμνός, ανάσκελα, σε τούτη την
απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο γράφοντας
τα γεγονότα τ΄ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα και
μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,
χιμώντας πάνω στο κουφάρι του, με πείνα αρπάζοντας
τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ΄ άλλο, κράζοντας,
και τρώγανε ανυπόμονα κι ακούγονταν μέσα στο φως
οι φοβερές φτερούγες που χτυπούσανε.
Κατέβηκε παντού η σιωπή.
Κατέβηκε με τ΄ άροτρο ο Θεός.
Ασπρο το ρούχο του, πελώριος έκατσε, κι έκατσε δίπλα
στο σκαμνί, τα ρούχα του τον άμμο σκοτεινιάζοντας,
και φαρδύ του χέρι εσκάλισε, τ΄ άσπρα του δά-
χτυλα κοσκίνισαν τον άμμο, κι ο Θεός
είπε, σηκώνοντας αργά το χέρι του, να φύγουν τα που-
λιά, κι εκείνα φύγανε, ξαφνιάστηκαν, πήραν το δρόμο
ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εφύγανε, σκεπάσανε την ά-
κρη τ΄ ουρανού.
Κι είπε ο Θεός.
Κι ήρθε η Φανή, κατέβηκε, σκούρα κι αμίλητη στην
πέτρα του γιαλού.
Ηρθε κι ο θυρωρός κουτσαίνοντας,
ο Νίκος από το περίπτερο και το πλατύ
ποτάμι πέρα από τη Λάρισα, κι η γέφυρα ύστερα, κι ο
δρόμος όξω απ΄ την Κοζάνη, και τα πολυβόλα, κι η
κραυγή του λοχαγού στη σκοτεινή χαράδρα, ήρθε η
Φανή,
στο απέραντο νοσοκομείο, διάδρομοι και φως, και πιο
ψηλά κόκκινοι λόφοι, οι λόφοι κόκκινοι, κοκκινοκόκκι-
νοι, μαύροι καθώς ενύχτωνε και περπατούσαν με φα-
νάρια ανάμεσα στα ξύλα, βλαστημώντας το Χριστό
σας ο Ζαφόγλου κι ήρθανε
χιλιάδες έγγραφα, χαρτιά σφραγίδες και χαρτόσημα
κι υπογραφές, η επιτροπή στη σύναξη κι ο σκούρος
τοίχος πίσω τους με το σημαδεμένο χάρτη, μυγοχέ-
σματα, τσιγάρα, σκύβοντας κάτι σκυφτές φωνές.
Κι εφάνηκε απ΄ τους άμμους, περπατώντας ήσυχα, ήρ-
θε η γυναίκα στο φυλάκιο της στροφής, πήρε την α-
λυσίδα αργά, την πέρασε στο γάντζο, και το χέρι της
κομένο απ΄ τον καρπό, ξερό σαν ξύλο, κάψαλο το χέρι
της.
Και πέντε φορτηγά στην άσφαλτο σταμάτησαν, τόνα
με τ΄ άλλο, ο σκύλος τότε ανασηκώθηκε, πάνω στο
τραίνο εχίμηξε αστραπή, καθώς το τραίνο εκίναγε, κι
αρχίνισαν τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, σίδερα - κό-
καλά, κι ο σκύλος τότες ούρλιαξε.
Κι εκείνος άκουσε, μέσα στη βύθιση, άκουσε.
Κι είπε να σηκωθεί, σηκώθηκε, ξανάπεσε μεμιάς.
Τον πήρε η θάλασσα, σκοτάδι χαμηλά σκοτείνιαζε και
πάγωνε από το παράθυρο, τον πήρε η θάλασσα, βρά-
χια νερό και πέτρες χάθηκαν,
η αλυσίδα, η άσφαλτο, τα πέντε φορτηγά,
τα βράχια κόκκινα, πέτρα χαλίκι κι άμμος κι ουρανός,
μονάχα ο κούφιος ουρανός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου